Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


Και σαν να έμελλε κάτι μεγάλο κι αληθινά θεοσταλμένο να μάθη και κατσικάκι πως θα της δώση έταζε και τυριά χλωρά από πρωτάρμεχτο γάλα και την κατσίκα την ίδια. Αφού λοιπόν η Λυκαίνιο βρήκε τσοπάνικη αθωότητα όση δεν επερίμενε, άρχισε να γυμνάζη το Δάφνη με τούτο τον τρόπο.

Το πρόσωπόν του μόνον ωμοίαζε πλέον προς αμνάδος πρόσωπον, επίμηκες και παχύ ως φουσκωμένον. Πλην υπό τας πυκνάς και μεγάλας οφρύς έλαμπον δύο λυγκέως οφθαλμοί, οξύτατοι, υαλιστεροί. Ο λιμενοφύλαξ κυττάζων περιέργως τον ξένον, ηθέλησε διά νεύματος να μάθη παρά του αλιέως τις ήτο: — Από το Προμύρι!

Τους αδίκους όμως τιμωρούν, διότι ημπορούν, εάν προσπαθήσουν, να διορθωθούν και να γείνουν δίκαιοι. Ώστε όλοι οι άνθρωποι παραδέχονται, ότι καθείς ημπορεί να μάθη την δικαιοσύνην. Διά τούτο οι πολίται, και αυτοί οι ίδιοι και διά διδασκάλων, προσπαθούν διά το καλόν της πολιτείας να εμπνεύσουν εις τα τέκνα των την ιδέαν της δικαιοσύνης.

Αίφνης είς των ακροατών Τον πληροφορεί· «Ιδού, η μήτηρ Σου και οι αδελφοί Σου ίστανται έξω επιζητούντες λαλήσαι μετά Σου». Οίμοι! ακόμη δεν είχον μάθη ότι, εάν δεν ήθελον να εισέλθωσιν, η μόνη πρέπουσα θέσις των θα ήτο να ίστανται έξω; ότι η ώρα Του είχεν έλθη τώρα ίνα μεταβή πολύ πέραν του κύκλου της ανθρωπίνης συγγενείας, απείρως υπεράνω του ελέγχου των αδελφών εν ανθρώποις; Έπρεπε το τολμηρόν πνεύμα της επεμβάσεώς των να λάβη και άλλον περιορισμόν ακόμη; Ούτω συνέβη.

Γιατί να τάχουν αφτά, σα δεν τους αγαπούμε; Έλα να τα χαρούμε μαζί τους, άμα τους αγαπήσουμε σαν αδέρφια· έλα να δροσιστή η ψυχή τους, κ' η αγάπη μας να τους μάθη πως πλούτος μεγαλήτερος απ' αφτήνα δεν είναι, πως δεν έχει εφτυχία πιο μεγάλη. Πρέπει, όταν ο κόσμος κοιμάται, εμείς να ξαγρυπνούμε, να δουλέβουμε για τον κόσμο.

Μα να κι ο ίδιος ο βασιλιάς, ο γυιός του Οιδίπου, να μάθη φτάνει σε καιρό τα νέα τ’ αγγέλου κι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια. ΑΓΓΕΛΟΣ Θα πω, καλά γνωρίζοντας, για τους εχθρούς μας το πώς καθένας έλαχε κλήρο στις πόρτες.

Βεβαίως ούτε τα φαινόμενα ταύτα, εάν πρότερον υπήρξαν και πάλιν αναπλάττωνται εις την ψυχήν, ακολουθούσι την αυτήν τάξιν, αλλά μέρος μεν αναπλάττεται ούτω, μέρος δε άλλως• διότι ο αυτός άνθρωπος δύναται δις να μάθη και να εύρη το αυτό πράγμα.

Εσύ έχεις μάθη στα νερά να ζης ολοκαιρής σου· Σε ταύτα μέσα περπατής να βρης την πόρεψί σου. Όμως εγώ, κυρ Μπάκακα, περνάω μ' άλλους τρόπους, 95 Και βρίσκομαι συγκάτοικος, και ζιώ με τους αθρώπους. Γιατί έτζι απεφασίστηκα, το φυσικό μου κλίνει, Να γεύομαι άκοπα και εγώ απ' όσα τρων και εκείνοι.

— «Αχ! έλεγα μέσα μου, πότε θα φτάσω ψηλά σ' εκείνη τη ράχη, για να ιδώ απέκει ό τι ωνειρεύομουν δέκα πέντε τόσα χρόνια στα Ξένα, και να ρίξω το ντουφέκι του ξενιτεμένου, για να μάθη το Χωριό τον ερχομό μου! «Και λέγοντας αυτά, χτυπούσα το κακόμοιρο τ' άλογο με τους φτερνιστήρές μου, κι' αυτό το καημένο πηδούσε αγκομαχώντας, και μου φαίνονταν, ότι πηδούσε στα σύννεφα, αλλ' ο δρόμος δεν τελείωνε!

Και απάντησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων• «Γέρε, όποιος ξένος άνθρωπος γι' αυτόν φέρη αγγελία, ούτε η γυναίκα τ' ούτε ο υιός πίστι δεν δίδουν πλέον. αλλά πλανήταις άνθρωποι, βοήθειαν όπως λάβουν, ανώφελα ψευδολογούν και την αλήθεια κρύβουν. 125 και όποιος περιπλανώμενος εις την Ιθάκη φθάσητην δέσποινά μου ερχόμενος λόγια πλαστά προσφέρει, κ' εκείνη τον φιλοξενεί και όλα ζητεί να μάθη, και, ως κλαίγει, από τα βλέφαρα τα δάκρυα της σταλάζουν, ως γυνή κάμνει, 'πώχασε τον άνδρα τηςτα ξένα. 130 και συ θε να 'σουν πρόθυμος, γέρε, να φθειάσης μύθον, ίσως χλαμύδα να ενδυθής σου δίδαν και χιτώνα• εκείνου ωστόσο τα γοργά τα όρνεα και οι σκύλοι τα κόκκαλα θα του 'γδαραν, όπ' άψυχ' απομείναν• ή ψάρια τον κατάφαγαντην θάλασσα, κ' εκείνου 135 άμμος πολύς τα κόκκαλα σκεπάζειακρογιάλι. κείνος εχάθη τώρ' αυτού, και εις όλους μένει ο πόνος τους φίλους κ' έξοχαεμέ• ότι άλλον δεν θε ναύρω κύριον καλόν ωσάν αυτόν, 'ς όποια και αν φθάσω μέρη, ούδ' αν γυρίσω εις του πατρός και της μητρός μου πάλι 140 το σπίτι, οπού γεννήθηκα κ' εκείνοι μ' αναστήσαν. ουδέ γι' αυτούς ως απ' αρχής οδύρομαι, αν και θέλω να τους ιδούν τα μάτια μουτην γη την πατρική μου• αλλά με παίρνει του Οδυσσηά, 'π' άφαντος είναι, ο πόθος. και αυτόν, ω ξέν', εντρέπομαι, και αν λείπει, να ονομάζω, 145 ότι με αγάπα ολόψυχα, πολύ για μέ πονούσε• αλλ' αδελφόν μου εγκαρδιακόν τον λέγω και μακρόθεν».

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν