Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


ΖΕΦ. Καλά, τον έρωτα τον γνωρίζεις, τα κατόπιν δε θ' ακούσης τώρα. Η Ευρώπη παραλαβούσα τας φίλας και ομηλίκους της κατέβη εις την παραλίαν και έπαιζε μετ' αυτών• ο δε Ζευς ομοιωθείς προς ταύρον ωραιότατον, έπαιζε μαζύ των. Ήτο κατάλευκος, τα κέρατά του εκαμπυλούντο με χάριν και το βλέμμα του ήτο ήμερον.

Διά τούτο είχον πληρεξουσιότητα να ψάξουν όλα τα μανδριά και της στάνες και να εξετάσουν όλους τους βοσκούς του βουνού. Όθεν, διά καλόν και διά κακόν, επήραν μαζύ και της κάπες των.

Εγώ, με τους Βουλγάρους που παίρνουν τις Σαράντα Εκκλησιές, την Αδριανούπολη, τη Βίζα, το Σκοπό, το Διδυμότειχο, την Αίνο, το Σουφλί, τη Γιουμουλτζίνα, την Ξάνθη, το Δεδεαγάτς, όλη την Θράκη την Ελληνική και βρίσκονται απ' όξω από την Πόλη, και ακόμα τη Δράμα, την Καβάλα, το Μελένικο, το Νευροκόπι, τις Σέρρες, τη Στρούμνιτσα, το Γεύγελι, και είναι μαζύ μας στη Θεσσαλονίκη, και ίσως πάρουν και το Μοναστήρι και τη Φλώρινα, με τους Βουλγάρους, που η μια γενιά είναι χωριάτες και η άλλη, τα παιδιά των χωριατών, με όλα τα καλά και όλα τα κακά του χωριάτη, που κατέβασαν εκατό χιλιάδες ταύρους και βώδια στις Ρωμέικες πολιτείες και στα χωριά, και χωριάτικα βάλθηκαν από τώρα να ξεκάνουν τους Ρωμιούς, με βρισιές, αρπαγές, ληστείες, ξύλο, αγγαρείες, βούρδουλα, ατίμωσες, και απαγορεύουν τη γλώσσα μας και αρπάζουν ή κλείνουν από τώρα τα σκολειά και τις εκκλησιές μας, εγώ, έρχονται ώρες που ντρέπομαι για λογαριασμό μας και μου φαίνεται πως έτσι που τα κάναμε, δεν κάναμε παρά τον προαγωγό στους Βουλγάρους μέσα στα σπίτια μας.

Ο οδοιπόρος δύναται να φέρη το στρώμα του αν θέλη, ημπορεί να καθήση σταυροπόδι να φάγη, και να κοιμηθή κατόπιν επ' αυτού. Κατά κανόνα, πρέπει να φέρη μαζύ του και την τροφήν του, να περιποιήται μόνος τα ζώα του, να τα ποτίζη μόνος του. Δεν ελπίζει, αλλ' ούτε και απαιτεί να τον υπηρετούν, και αντί ελαχίστης δαπάνης ευρίσκει ασφάλειαν, στέγην και χώρον να κοιμηθή.

Τον ίδρωτα σπογγίζει, Και πάλι ορθός τα θλιβερά τα λόγια του αρχίζει: — Τη μέρα εκείνη, ο άμοιρος, πώς την θυμούμαι ακόμα! Σε πόσους τη μολόγησε το γέρικό μου στόμα!.. Τον άγριον τότε Αλή πασά τα Γιάννινα βαστούσαν, Πουτη βαρειά φοβέρα του κ' οι κλέφταις προσκυνούσαν. Ήμουν μικρός, πολύ μικρός. Αγνάντιατην Καστρίτσα Ο κόμος 'πανηγύριζε. Η μάνα μου η Ζωίτσα Πήρε κ' εμένανε μαζύ.

Ο δε Στεφανάκης πάλιν διά να λησμονηθή η τόση απονιά του προσεπάθει να πείση την κυρά-Μιλάχρω λέγων ότι το είχε σε 'ντροπή του να μη πάρη και αυτός λίγο μέτρημα, αφού όλοι παίρνουν· έπειτα μήπως, κυρά Μητέρα, της έλεγε, μαζύ δεν θα τα φάμε τα φλωριά; Μετ' ολίγας λοιπόν ημέρας, μετά τα Φώτα, αφού ηγιάσθησαν και τα νερά, εγένετο ο γάμος του Χρυσού και του Στεφανάκη.

Είτα εκένωσε και άλλο ποτήριον και απέμαξε τον μύστακα. — Δεν έχω κανέν σχέδιον, είπεν. Αλλά θα σκεφθώ και σοι λέγω. Ο Τρανταχτής προσήλθεν εγγύτερον προς τον Σκούνταν και εσφίγχθη παρ' αυτόν. Εταπείνωσε πολύ την φωνήν και τω είπεν· — Ο καρδινάλιος είνε αδύνατον να μη φέρη μαζύ του πολλά χρήματα. — Το ειξεύρω. Αλλά θα τα φέρη επάνω του; Αδύνατον. — Όχι. Αλλ' ένα πράγμα δεν μοι λέγει η επιστολή.

Οι ναύτες σηκώσανε της άγκυρες, τέντωσαν το πανί, κι' αρμένισαν με τ' ανάλαφρο αεράκι. Η πλώρη έσκισε τα ψηλά βαθειά κύματα. Είχαν πάρει μαζύ πλούσια υφάσματα, μεταξωτά με σπάνιους χρωματισμούς, σερβίτσια από το Τουρ, κρασιά του Ποατού, πουλιά σπάνια της Ισπανίας, και μ' αυτό το τέχνασμα πίστευε ο Καερδέν ότι θάφθανε μέχρι τη Βασίλισσα.

Να, ου γυιος τς' Καληώρ'νας, πώς 'νε λένε; — Και πού την πάει; — Να, όξ' απ' του λιμάν'! — Μοναχός του; — Μαζύ μει μια γ'ναίκα. — Μαζύ μει μια γ'ναίκα! επανέλαβεν έκπληκτος ο καπετάν Κυριάκος. Και ποια; Δεν ηκούσθη η φωνή του παιδιού, το οποίον διά καλόν και διά κακόν επροφυλάσσετο υπό τον εξώστην. — Και πώς δεν ήρθες να μου πης χαμπάρι! ανέκραξεν ο καπετάν Κυριάκος.

Και μέσα σε τρία χρόνια μια αμοιβαία τρυφερότης μεγάλωσε μέσ' της καρδιές τους. Την ημέρα ο Τριστάνος ακολουθούσε τον Βασιληά στης δίκες ή στο κυνήγι, και τη νύχτα, καθώς κοιμώτανε στο Βασιλικό θάλαμο μαζύ με τους πιστούς και τους σπιτικούς, αν ο Βασιληάς ήτανε λυπημένος, έπαιζε με την άρπα για να γλυκάνη τη θλίψι του.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν