Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


'Μπορείς σκουλήκι ενταυτώ και πεταλούδα νάσαι κι' από το σάλιο σου να 'βγή μεταξωτή λουρίδα, ή, όπερ σπουδαιότερον, 'μπορείς ν' αποκοιμάσαι μ' ένα ποδάρι κρεμαστός καθώς την νυκτερίδα; 'Μπορείς να ζης χωρίς βρακιά, παπούτσια και φωκόλα, ή τρία καν πηδήματα να κάνης σαν ζαρκάδι; 'μπορεί από τα σπλάγχνα σου να έβγη καμμιά κόλλα, χαβιάρι, αυγοτάραχο, ή της μουρούνας λάδι;

Το γεμίζει χώμα, κολλά σ' αυτό τα χείλη της κ' έπειτα κλείνει με ραφή το σακκουλάκι. Τη ραφή την κάνει τόσο σφιχτή, που να μην μπορή να φύγη ούτε σπειρί από το χώμα, και στις άκρες στεριώνει ένα κορδόνι. Έπειτα μαζεύει πάλι τα πράματά της και κάθεται πολλή ώρα εκεί με το μαύρο φυλαχτό στο χέρι και συλλογίζεται πως τώρα είναι αφιερωμένη σε κείνον που κοιμάται στο μνήμα.

Αυτά 'πε, και γλυκύτερα τα δάκρυα του αναβρύζαν, ενώ 'χε την αγαπητή και φρόνιμη συμβία, μ' όση χαρά την γη θωρούν αυτοί 'που κολυμβούσι, αφούτου ανέμου την ορμή και των χοντρών κυμάτων τους σύντριψε το δυνατό καράβι ο Ποσειδώνας, 235 και απ' την αφράτη θάλασσατην άκρη κολυμβώντας βγαίνουν ολίγοι, και πυκνή κολλάτα σώματ' άρμη, και όλοι χαρά την γη πατούν, ως έφυγαν το χάρο· με τόσην έβλεπε χαρά τον άνδρα της εκείνη, καιτον λαιμόν του κρέμονταν με τα λευκά της χέρια. 240 κ' η ροδοδάκτυλη Ηώ θαύρισκε αυτούς να κλαίουν, αν άλλο δεν σοφίζονταν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Και εξηκολούθει και μετά το δειλινόν ακόμη να κολλά τον φούρνον της εκείνην την ημέρανπαραμονήν του αγίου Βασιλείουενώ ο Μπάρμπα- δήμαρχος φαγών ήδη πέντε φαρφούνες ζεστέςαπό τα φουρνιάτικαμε μια πεντάρα τουλουμοτύρι, εκάθητο εις την αγοράν, εις το καφενείον το καλλίτερον, τραβών τον ναργιλέ του ήσυχος και ευχαριστημένος, ως άνθρωπος ο οποίος είχε κουβαλήσει όλες της κλάρες της Μιλάχρως, διαλεγόμενος με τους άλλους προεστούς περί των υδάτων του χωρίου.

Η γρηά Παντελού ήλθεν εις την ακμήν να μετανοήση ότι έπαυσε να κολλά τον φούρνον, ας ήτο και μήτηρ συμβούλου επαρχιακού. Δεν της ήρκουν τα άλλα βάσανα, είχε και την γραίαν στρίγλαν την γειτόνισσάν της, ήτις δεν έπαυε να επαναλαμβάνη την σκληράν επωδόν: «Θα φάη κι' άλλη ψωμί!».

Κοριτσάκι μου, εσύ που προβαίνεις στο παράθυρό σου, αντίκρυ στην κάμερή μου, και με κοιτάζεις κι απορείς και δεν ξέρεις γιατί άξαφνα σηκώνουμαι και περπατώ, άξαφνα κάθουμαι και γράφω, γιατί ξεσκίζω κάθε τόσο μια κόλλα χαρτί και ξαναρχίζω, γιατί κάποτε χαμογελώ και κάποτε πάλε στέκουμαι ώρες και συλλογιούμαι, κοριτσάκι μου εσύ, να σου πω τα ιστορικά μου· δυο πράματα σιχαίνουμαι στον κόσμο, δυο είναι που μου φέρνουν αηδία, να ταξιδέβω και να γράφω.

Ήτον ένα &κατάλυμα&, παλαιά οικία καταρρεύσασα, χωριζομένη διά του στενού από της οικίας εν ή κατωκει η γραία μετά του υιού της και της νύμφης της, είτα ένας αυλόγυρος έρημος, μ' ένα φούρνον τον οποίον από πολλού έπαυσε να &κολλά& η γερόντισσα και δύο ετοιμόρροποι οικίσκοι ακατοίκητοι, όλα έρημα και σκοτεινά. Της νύμφης της τής Γιάνναινας, «της είχεν έρθει άτυχα», εβεβαίου η γρηά Παντελού.

Όποιος ποθεί να γλυκαθή, μ' εμέ ναρθή να κοιμηθή.— Η κάθε νηά δεν ξέρει πώς να τα καταφέρη, και ξέρει τα τερτίπια μόνο η γρηά η τρύπιαΟύτ' από μένα πειό καλά ξέρει καμμία να κολλά στο φίλο, που θα λαχταρά και θα τον σφίξη μια φορά. Η άλλες κάνουν και φτερά. Φείδι στην κλίνη θ' απαντήσης, κι' αν έχης όρεξι για τη δουλειά, πιάσ' το και σφίξε το στην αγκαλιά να το φιλήσης!

Ύστερα, επειδή μέφτηκε τον επίτροπο, πως έκλεψε τάχα απ' το παγγάρι, έπαψε ν' αγοράζη απ' την Εκκλησιά, κ' έπαιρνε απ' τον μπακάλη. Έπειτα ο παπάς, οπού δε τάχε ακόμα καλά μαζί της, της είπε να μη φέρνη νοθεμμένα κεριά, μόνε να ψωνίζη απ' το παγγάρι. Τότε κι' αυτή έπαψε να κολλά κεριά. Ωστόσο, επήγαινε ακόμα στην Εκκλησία.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν