Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Και η λευκοχέρα Ναυσικά απάντησέ του κ' είπε• «Όχι, αγενής ή ανόητος, ω ξέν', εσύ δεν δείχνεις• την ευτυχία των θνητών μοιράζ' ο Ολύμπιος Δίας, των ευγενών, των αγενών, του καθενός ως θέλει• και σένα τούτα σ' έδωκε και ανάγκη να υπομείνης. 190 αλλ' αφού πάτησεςτην γη και χώραν ιδική μας, δεν θα σου λείψη φόρεμα, ούτ' άλλο απ' όσα πρέπει να λάβη, όπου προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης. την πόλι θα σου δείξω εγώ, και τους λαούς θα σ' είπω• την πόλι τούτη και την γην οι Φαίακες κρατούσι, 195 κ' εγώ 'μαι του γενναιόκαρδου η κόρη του Αλκινόου, κ' οι Φαίακες οι δυνατοίεκείνον κρέμοντ' όλοι».

Οι δε Μασσαγέται φορούσιν ενδυμασίαν και έχουσι δίαιταν ομοίαν με τους Σκύθας. Είναι ιππείς και πεζοί, διότι πολεμούσι και κατά τους δύο τρόπους· είναι τοξόται και αιχμοφόροι, και κρατούσι πελέκεις. Δεν μεταχειρίζονται ειμή χρυσόν και χαλκόν.

Η πρώτη προς αυτόν ερώτησίς μου απετέλει αληθή ερωτήσεων ορμαθόν. «Τι είναι η αίθουσα αύτη; Τι κάμνουσιν οι επί των σιδηρών τούτων πλακών εξηπλωμένοι, ο παχύς ούτος αξιωματικός, η ξανθή δέσποινα, ο χωρικός, η άλλη γυνή και το παιδίον; Διατί κρατούσι σχοινίον κώδωνος ανά χείρας ; Ζώντες είναι ή νεκροί;». Εις μόνην την τελευταίαν ταύτην ερώτησιν απεκρίθη μειδιών ο αγαθός Ίνσχιος. «Δεν ηξεύρω»· η εξήγησις όμως της αγνοίας του διήρκεσε δύο ολοκλήρους ώρας, δαπανηθείσας εις το να μοι αποδείξη επιστημονικώς, ότι προ της παρελεύσεως τεσσάρων τουλάχιτον ημερών, αδύνατον ήτο αυτώ ν’ αποφανθή μετά θετικότητος, αν οι ενώπιον ημών κατακείμενοι ήσαν ζώντες ή νεκροί.

Αι χείρες του θύματος εξασθενούν οσημέραι. Οι θάμνοι και τα ξηρόχορταελπίδες φρούδαιδεν τον κρατούσι πλέον . . . Δεν έπασχε μόνον ηθικήν, αλλά και σωματικήν κάρωσιν, ως κατόπιν κοπώσεως υπερτάτης. Και ήσαν σχεδόν ηδονικαί αι στιγμαί αυταί.

Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ εκείνα οπ' ερωτάς με• Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιούμαι τ' Αγχιάλου 180 ότι είμ' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων• με πλοίον και με συντροφιάν έφθασα και πηγαίνω, το μαύρο πέλαο σχίζοντας, 'ς ανθρώπους αλλοφώνους, 'ς την Τέμεση, για χάλκωμα και σίδερο τους φέρω. κ' έξω απ' την πόλιν άφησα το πλοίο, 'ς τον λιμένα 185 το Ρείθρον, αποκάτωθε του δασερού Νηίου• και πατρικοί καυχιούμασθε παλαιόθ' ανάμεσόν μας ξένοι, και αν θέλης πήγαινε τον γέρο να ερωτήσης ήρωα Λαέρτην, όπου πλειά δεν έρχεταιτην πόλι, ως λέγουν, αλλάτους αγρούς πέρα κακοπαθαίνει, 190 με γραίαν υπηρέτριαν, οπού πιοτό και βρώσι του παραθέτει, όταν αυτού τα μέλη πάρη ο κόπος, 'ς το κάρπιμο ενώ σέρνεται κηπάρι αμπελοφόρο. κ' ήλθα επειδή ο πατέρας σου ελέγετο πως ήταν εις την πατρίδα• αλλ' οι θεοί τον δρόμο του εμποδίζουν• 195 τί δεν απέθανετην γην ο θείος Οδυσσέας, αλλ' είναι ακόμα ζωντανόςτα πέλαγα, κλεισμένος μέσα εις περίβρεκτο νησί, και άνδρες κακοί τον έχουν άγριοι, κ' εις το πείσμα του θαρρώ πως τον κρατούσι. και θα σου ειπώ προμάντευμα, 'που τώρα εις την καρδιά μου 200 μου βάζουν οι αθάνατοι, και ν' αληθεύση ελπίζω, αν και ούτε μάντις είμ' εγώ ούτε είμαι ορνιθοκρίτης. μακράν ακόμη απ' την γλυκειά πατρίδα δεν θα μείνη πολύν καιρόν, ουδ' αν δεσμά τον έχουν σιδερένια• ότ' είναι πολυμήχανος, θα σοφιθή να φύγη. 205 αλλ' έλα τώρα λέγε μου με όλη την αλήθεια, αν τέτοιος άνδρας καθ' αυτό παιδί 'σαι τ' Οδυσσέα• και φοβεράτην κεφαλή, 'ς τα εύμορφα μάτια μοιάζεις εκείνου, επειδή σμίγαμε συχναίς φοραίς αντάμα, πριν εις την Τροίαν αναιβή, 'π' ανέβηκαν κ' οι άλλοι 210τα βαθουλά καράβια τους, οι πρώτοι των Αργείων. τον Οδυσσέ' από τότ' εγώ δεν είδα, ούτ' εμέ κείνος».

Τον πέμπουσι δε κατά τον ακόλουθον τρόπον· οι μεν ίστανται κρατούντες τρία ακόντια, οι δε κρατούσι τας χείρας και τους πόδας του μέλλοντος να σταλή προς τον Ζάμολξιν, και έπειτα τον ρίπτουσιν εις τον αέρα εις τρόπον ώστε να πέση επί των ακοντίων· και εάν μεν πίπτων εις αυτά διαπερασθή και εκπνεύση, κρίνουσιν εκ τούτου ότι είναι ευάρεστος εις τον θεόν, εάν δε δεν αποθάνη, τότε αιτιώνται αυτόν τον άγγελον, λέγοντες ότι είναι κακός άνθρωπος.

Ένδοξον θρόνον είχον Εις την Ελλάδα· τύραννοι Προ πολλού τον κρατούσι Σήμερον συ βοήθησον, Δος μου τον θρόνον. Όταν τους ανοήτους Φεύγω θνητούς, με δέχονται Η πατρικαί σου αγκάλαι· Η ελπίς μου εις την αγάπην σου Στηρίζεται όληΕίπε· και ευθύς επάνω Εις τας ροάς εχύθη Του Ωκεανού, φωτίζουσα Τα νώτα υγρά και θεία, Πρόφαντος λάμψις.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν