Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Ξακολούθησα να γράφω ακούραστα κ' η γυναίκα μου καθότανε κοντά στο κρεββάτι του παιδιού, του κρατούσε το χέρι και του διηγότανε παραμύθια όταν είτανε σε κατάσταση νακούη.

Ακόμα και στις τελευταίες του ημέρες το κρατούσε μυστικό και προτιμούσε ν' ακούη να του λεν για τα έργα «Εκδρομή» και «Ποιήματα Αισθηματικά». Δεν υπάρχει αμφιβολία ωστόσο ότι το δηλητήριο που μεταχειριζόταν ήταν η στρυχνίνη.

Το ζερβί χέρι της έλειπε· μα τ' ανασήκωμα του νώμου έδειχνε πως κάτι κρατούσε και σε κάποιον το πρόσφερνε με κίνημα προσταγής. Το δεξί στηριζότανε απάνου σε σπαθί που έλειπε η λεπίδα του. Ένα κομμάτι χούφτας κρατούσαν μόνον τα δάχτυλά της. — Η Αρετούσα είνε! εφώναξε με θαυμασμό ο Μπαλαούρας, μόλις το είδε ολόρθο.

Καθένας κρατούσε μια ορισμένη έκφραση στο πρόσωπό του κι' ο χτυπιόμενος δε μπορούσε να καταλάβει ποιος τον χτύπησε. Στ' ώμορφο αυτό παιχνίδι ο Ρένας προσπάθησε να διακρίνει από το πρόσωπο και το σώμα αυτών που παίζανε τον τόπο της καταγωγής τους και το πρώτο τους επάγγελμα. Δυο στρογγυλοπρόσωποι μ' απελέκητο δέρμα κι' απελέκητα χαρακτηριστικά του φανήκανε σαν γεωργοί.

Και όμωςένα μήνα, — ας μη το συλλογιούμαι, — Αδυναμία! τ' όνομά σου είναι γυναίκα! — 'ς ένα μήνα μικρόν! ή πριν τριφθούν εκείνα τα υποδήματα 'πού 'χετου δυστυχισμένου πατρός μου την θανήν, κλαμένη ως η Νιόβη, αυτή εκείνη — Ω Θε! και κτήνος, στερημένο του λογικού, το πένθος θα κρατούσε πλέον, — εκείνη αμέσως με τον θείον μου ενυμφεύθη, αδελφόν του πατρός μου και όμοιον του πατρός μου όσ' ομοιάζω εγώ τον Ηρακλέα.

Ανάμεσα στάλλα είταν ένα λευκό σκυλάκι από πορσελλάνη, που είχε μια φούντα στην ουρά και κρατούσε μια μικρή παντούφλα στο στόμα. Είτανε πολύ παλαιό πράμα κι ο μπαμπάς το είχε από τη μητέρα του, που τα είχε πάλι χάρισμα από τη νουνά της, όταν είτανε δυο χρονών.

Βούτηξε την πρώτη μεγάλη μπουκιά μέσα στην περίφημη σάλτσα ο ψαράς, την έχωσε στο στόμα του, και μασσώντας είπε: — Α! και να βρίσκουνταν τέτοιος μεζές καψόγρια μέσα στο μονόξυλο, δε πάει να κρατούσε βδομάδες η καταχνιά! ΕΠΑΡΧΙΩΤΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ Απόνα γράμμα μιας κυρίας υπαλλήλου. Αγάπη μου, Κ' ύστερα θάχης παράπονα, από μένα, δε σε θυμούμαι, και τέτοια. Νάμαι πάλι.

Κρατούσε το λάζο στο χέρι και σκότωνε όποιον αντιστεκότανε στη λύσσα του. Τέλος είδα όλες μας τις Ιταλίδες και τη μητέρα μου σκισμένες, σφαγμένες από τα τέρατα, που τις διαμφισβητούσαν. Οι σκλάβοι, οι σύντροφοί μου, οι κουρσάροι μας, στρατιώτες, ναύτες, μαύροι μελαχροινοί, άσπροι, μιγάδες και τέλος ο καπετάνιος μου, όλοι σκοτωθήκανε κ' έμενα εγώ ξεψυχώντας απάνω σ' ένα σωρό πτώματα.

Και στη μοναξιά της, όλο λογάριαζε πώς θα λαμποκοπάη στα χρυσά της μαλλιά ο μικρός ήλιος, κορώνα της ομορφιάς της. Τίποτε άλλο δε λογάριαζε. Η καρδιά του Παύλου και τα συλλογικά του ήτανε δικά της και τα κρατούσε στα χέρια της. Ένα περίμενε μόνο, το διαμάντι. Μήνες ήρθανε απάνω στους μήνες κι' ο Παύλος δεν εφάνηκε. Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε κι' ο χειμώνας και τίποτε. Η Παυλίνα έσκαζε από μέσα της.

Τα δάχτυλά της τόσο πολύ είχαν αδυνατίσει που μόλις κρατούσε απάνω το δαχτυλίδι. Κοιμώντανε έτσι, σφιχτά αγκαλιασμένοι με το ένα χέρι του Τριστάνου περασμένο στο λαιμό της φίλης του, το άλλο ριγμένο στ' ωραίο της σώμα. Αλλά τα χείλη τους δεν άγγιζαν καθόλου. Ούτε ένα φύσημα αύρας, ούτε ένα φύλλο να τρέμη.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν