Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Τι λέει, τι λέει; ξεφωνίζει άξαφνα η γριά. Παίρνω κομμάτι χαρτί και μολυβοκόντυλο, τους λέγω να συχάσουν, κι αρχίζω και σημειώνω· «.... Μωρέ Γιάνη, πάμε, να βρούμε φωλιές; ξεπετάκια κοτσύφια να πιάσουμε, στο κλουβί να τα βάλουμε; τάκουσες πώς κελαϊδούνε στου Μπάρμπα Λεφτέρη; Εκεί, εκεί απάνω κατά τις σκάλες, μέσα στα κατάπηχτα τα κλωνιά.

Μπροστά του, πήλινη μικρή λυχνία τρεμοσβύνει. Πάνω από το τραπέζι, κρεμασμένα στον τοίχο από μεγάλα καρφιά, φορτίζονται ένας μακρύς μάτσος κρεμμύδια, μια ξερή προβιά λαγού, ένα καλάθι, ένα κλουβί με μια πέρδικα και στα τούβλα πάνω με μεγάλα άσπρα γράμματα από ασβεστόχρωμα διαβάζονται δύο λέξεις από της Ωδές του Ορατίου: ΑNGULUS RIDET Ένα πήλινο πιάτο στη γωνιά του τραπεζίου με μαρίδες.

Κι από κάτω, από το υγρό και σκοτεινό υπόγειο, ακουγότανε σε λιγάκι η φωνή της να τραγουδή κρουσταλλένια, όπως τραγουδεί ένα καναρίνι μέσα στο κλουβί του.

Πουλί δικό μου, Να σ' αποχτήσω, Και να σου στήσω Χρυσή φωλιά· Σ' αυτή να ζήσης, Ν' αλησμονήσης Την ξενητιά. Μη σε πειράζει Κλεισμένο να σαι· Και μη φοβάσαι Να σκλαβοθής. Έλα σ' εμένα· Τι είσαι σε ξένα, Και μη χαθής. Σου τάζω μ' όρκο Τη λευτεριά σου Χωρίς καμμιά σου Αμφιβολιά. Όταν θελήσης, Κλουβί ν' αφίσης, Και τη φωλιά. Έλα, μου λέγει, Μικρό πουλάκι, Μες το κλουβάκι Για να σταθής.

Θέλεις ταις κόραις σου να ιδής; ΛΗΡ Α, όχι! όχι! όχι! Έλα, πηγαίνωμεν μαζί. 'Σ την φυλακήν κλεισμένοι, 'σάν δυο πουλάκια ς' το κλουβί, κ' οι δυο θα κελαδούμεν κι' αν την ευχήν μου με ζητής, εγώ θα γονατίζω να σου ζητώ συγχώρησιν. Με προσευχαίς, τραγούδια, με παραμύθια, την ζωήν εκεί θα την περνούμεν. Πηγαίνετέ τους! ΛΗΡ. Οι θεοί εις μιαν θυσίαν τόσην σκορπίζουν με το χέρι των θυμίαμα, παιδί μου!

Να μη συλλογιέσαι άλλο, μάννα, παρά πως το πουλάκι σας θα περάση από τόνα στ' άλλο χρυσό κλουβί. Διπλή έννοια θα το διαφεντεύη σαν τόχω σιμά μου, γιατί παίρνω μαζί μου και τη λαχτάρα σου. Κωστ. Κράλη μου, είσαι μάλαμα, κ' η ψυχή μου σε χαίρεται. Τη γλυκοπότισες τη μάννα, κ' έγινε δροσοθρεμμένος βασιλικός.

Να ξενυχτήσω Να μη χαθώ. Αποριμμένο Σε άγρια αγκάθια, Πικρά μου χάδια Και ξενητιαίς. Θρηνόντας μένω, Και εκεί διαβαίνω Κακαίς νυχτιαίς. Κι' εκεί που στέκω Μαμουριασμένο, Και μαραμένο Θρηνολογώ, Νια, βλέπω, βγαίνει. Νια αρματομένη, Σαν κυνηγό. Βαστάει δίχτια, Δίχτια ασημένια, Συρματερένια Στ' αριστερό Και στη δεξιά της, Με τ' άρματά της, Κλουβί αργυρό.

Ετέντωσε τα πτερά του και εκτυπούσε το κλουβί απελπισμένα· αντί να κελαδή γλυκά καθώς άλλοτε, έλεγε πι, πι, και ανεστέναζεν. Έπειτα έγυρε την κεφαλήν του και έσκασεν από λύπην και στέρησιν. Την αυγήν ήλθαν τ' αγόρια και ηύραν το πουλάκι ψοφισμένον και έκλαυσαν, Έκλαυσαν και έσκαψαν ένα μικρόν λάκκον και το έθαψαν και εφύτευσαν άνθη απ' επάνω.

Ο Μόρχολτ έμοιαζε με γεράκι κλεισμένο στο κλουβί μαζύ με μικρά πουλάκια: όταν μπη εκεί μέσα όλα σωπαίνουν. Ο Μόρχολτ μίλησε για τρίτη φορά. «Αί λοιπόν, ωραίοι άρχοντες της Κουρνουάλλης, αφού αυτή η απόφασις σας φαίνεται πειο τιμητική, βάλτε τα παιδιά σας στον κλήρο και θα τα πάρω. Αλλά όμως δεν πίστευα ότι αυτός ο τόπος κατοικείται μοναχά από σκλάβους».

Το πουλάκι το γλυκό που λέγεται καλοσύνη, το πουλάκι που και το ίδιο μαγέβεται με το κελάδημά του, δεν πολυτραγουδούσε μέσα στην καρδιά τους. Το στηθουλάκι τους είτανε μικρουλό, σαν κάτι στενούτσικο το κλουβί, και δε χωρούσε μέσα ταγαθό το πουλί μας.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν