Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Έμεινε στο χωριό όλη την μέρα. Ανησυχούσε για το κτήμα – αν και την εποχή εκείνη λίγα πράγματα ήταν εκείνα που θα μπορούσε να κλέψει κανείς – αλλά του φαινόταν ότι μια κρυφή διχόνοια ταλάνιζε τις κυράδες του και δεν ήθελε να φύγει εάν προηγουμένως δεν τις έβλεπε φιλιωμένες. Η ντόνα Έστερ, αφού έβαλε λίγη τάξη, ξαναβγήκε για να πάει στην εκκλησία.
— Ποιος λοιπόν μπόρεσε να μου κλέψει τις πιστόλες μου και τα διαμαντικά μου, έλεγε κλαίοντας η Κυνεγόνδη. Πού νάβρη κανείς Ιεροξεταστές κ' Εβραίους να του δώσουν άλλες; — Αλοίμονο! είπεν η γριά, υποψιάζομαι έναν αιδεσιμώτατον πατέρα κορδελιέρο, που κοιμήθηκε ψες στο ίδιο ξενοδοχείο μαζί μας στο Μπανταγιός. Ο θεός φυλάξοι να κάμω κρίση άδικη!
Υπέβαλον εις τους στρατιώτας την ιδέαν ότι πρέπει να είχον αποκοιμηθή, και εν τω μεταξύ οι μαθηταί είχον κλέψει το σώμα του Ιησού. Αλλά τοιούτος μύθος ήτο παραπολύ άτιμος προς πειθώ, και παραπολύ γελοίος προς δημοσιότητα. Εάν καθίστατο γνωστόν, ουδέν θα έσωζε τους στρατιώτας εκ του ονείδους και της τιμωρίας.
Και τράβηξε κατά την κάμαρή της, σαν άνθρωπος που πήρε μια μεγάλη, μα πικρή απόφασι Την άλλη μέρα το σπίτι του παπά ήτανε άνω-κάτω. Η Αννίτσα είχε χαθή από το σπίτι. Αργότερα τους φέρανε τα μαντάτα πως την είχε κλέψει ο αγαπητικός της, ένα ώμορφο ξανθό παλληκάρι που δούλευε στο αντικρινό γιαπί.
Έκλεψε;» «Έκλεψε; Τρελός είσαι; Τώρα το κακολογείς κιόλας εκείνο το λουλούδι, εκείνο το ζωγραφιστό αγγελούδι. Τι να κλέψει; Δεν είναι ικανός ακόμη και αυτό να κάνει.» «Και… τι λέει; Θα γυρίσει;» «Εάν του έρθει καμία τέτοια ιδέα στο μυαλό θα του κόψω τα πόδια» είπε ο ντον Πρέντου και σκοτείνιασε το πρόσωπό του.
Είτα, επειδή οι δύο άνδρες παρήτησαν την καταδίωξιν, ανέλαβε θάρρος κ' εξήλθεν εις τον δρόμον. Την ημέραν εκείνην, ο Μώρος, επειδή δεν είχεν ξεμεθύσει ακόμα, κατήντησε να κυνηγήση εις τον δρόμον και την ιδίαν μητέρα του, απειλών να την σφάξη. Παρεπονείτο ότι η γραία του είχε κλέψει λεπτά από την τσέπην του.
Αυτός ο σοφός, που ήταν άλλωστε ένας αγαθός άνθρωπος, τον είχε κλέψει η γυναίκα του, τον είχε δείρει ο γυιός του, τον είχε εγκαταλείψει η κόρη του, ακολουθώντας έναν Πορτογάλλο. Προ μικρού τον είχαν απολύσει από μια μικρή θέση, με την οποία ζούσε. Οι ιεροκήρυκες του Σουρινάμ τον καταδίωκαν ως σοσινιανό. Πρέπει να ομολογήσουμε, πως κι' οι άλλοι ήτανε τουλάχιστο τόσο δυστυχισμένοι, όσο κι' αυτός.
Μα ο θεϊκός Δυσσέας τον νιώθει καθώς ζύγωνε και κάνει του Διομήδη 340 «Κάπιος, Διομήδη, ροβολάει — τήρα — μακριά απ' τους Τρώες, δεν ξέρω, καν κατάσκοπος των καραβιών καν θέλει καμιά να κλέψει αρματωσά απ' τα νεκρά κουφάρια. Μον άσ' τον πρώτα δίπλα μας να προχωρήσει λίγο όξω απ' τη στράτα, κι' έπειτα ορμάμε εμείς, κι' αμέσως 345 τον πιάνουμε.
Εάν γειτόνισσά της είχε τάξιμο ν' ανάψη τα κανδήλια του δείνος αγροτικού αγίου, χάριν του ξενητεύοντος και θαλασσοπορούντος συζύγου της, εάν αγαθός τις ιερεύς μετέβαινε να λειτουργήση εις εξωκκλήσιον, διεφεύγομεν την επίβλεψιν των γονέων μας και ετρέχομεν εθελονταί κατόπιν των ευλαβών προσκυνητριών, αίτινες εξεπλήττοντο αι ίδιαι ανακαλύπτουσαι ημάς συνοδοιπόρους, χωρίς άλλο εφόδιον ειμή ολίγον άρτον, ον είχομεν κλέψει από το ερμάριον της πατρώας οικίας.
Εν ταις ημέραις εκείναις Μαρίνα τις, εκ της αυτής κωμοπόλεως ορμωμένη, αντί μικράς ευεργεσίας έλαβε παρά του Αλή την εντολήν να κλέψει και τω παραδώση την επταετή κόρην του Κίτζου, και το μιαρόν γύναιον προσοικειωθέν τη συζύγω του Κονταξή μυρία ήρξατο να τεκταίνεται προς πραγματοποίησιν του βδελυρού σχεδίου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν