United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και βρήκε χώρια απ' τους λοιπούς θεούς το γιο του Κρόνου πας στου μυριόκορφου βουνού την άκρη καθισμένο. Και έκαστε ομπρός του, τούπιασε με το ζερβύ της χέρι 500 το γόνα, και με το δεξύ τού αγγίζει το πηγούνι κι' έτσι τον πρωταφέντη γιο περικαλάει του Κρόνου «Αφέντη Δία, αν άλλοτες μες στους θεούς με λόγο ή μ' έργο εγώ σ' ωφέλησα, αχ κάνε μου μια χάρη!

Τελευταίος στης θυσίες, πρώτος στα όργια. ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Μη μου θυμίζετε τα χρόνια τα ανόσια εκείνα της ζωής μου. Τώρα ξαναγεννήθηκα, την πανοπλία του κυρίου ντύθηκα, από την πρώτη 'μέρα που βαφτίσθηκα. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Τ' ακούς; Κι' έπειτα κάνε αν μπορείς υπομονή.. Είνε του λόγου του που τον προώριζα διάδοχό μου. Οι Χριστιανοί μετρούνται σε χιλιάδες. Κάθε μέρα και πληθαίνουνε.

Μέχρι που έταξα να πάω για προσκύνημα στον Άγιο Φραγκίσκο, τώρα, τον Οκτώβρη….» «Άκουσε», είπε ο Έφις, που κάθισε μπροστά στην παραστιά κι δεν έλεγε να φύγει, «δεν χρειάζεται να πας για προσκύνημα. Εάν θέλεις να κάνεις μετάνοια, κάνε την εδώ, στο σπίτι σου.» «Εγώ δεν έχω ανάγκη να κάνω μετάνοια! Εάν θα πάω, θα πάω από ευλάβεια.

Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε «Α θες το ξόδι του, όπως λες, του γιου μου ν' αποσώσω, 660 γιε του Πηλιά, έτσι κάνε μου και θα σχωρνώ σε πάντα. Τι ξέρεις, μες στο κάστρο εμείς κλεισμένοι, και τα ξύλα στο λόγγο αλάργα κι' ο λαός βαριά 'ναι φοβισμένος.

Αναβάνοντας όλα αυτά η καημένη η Κώσταινα στο νου της, κύτταζε την Παναγιά στα μάτια, κι' έχοντας τα δικά της τα μάτια γεμάτα δάκρυ και κάνοντας το σταυρό της έλεγε: — Παναγίτσα μ', κάνε το θάμα σ'!

Κάνε ό,τι μπορείς, Λιόλια, να τη συνεφέρης ! Άσ' τα κλάματα τώρα! αυτά μας έλειπαν. . . Έφθασα. . . Μη φύγης, Κύριε Νίκο ! μη μ' αφήσης μονάχη ! -ξεφώνισε θρηνιάρικα η Λιόλια.

Πέτα τριγύρω του, και κάνε τον χάζι. Τρώγει το βραδινό του. Πάμε στ' αυτάκι του. «Ήρθα κι άλλη φορά, λαοπόθητέ μου Άναξ, κ' έστρωσα το χαλί μου στ' αρχοντικό σου, φίλε που όνομα δε σου βρίσκω. Πρέπει να με πήρες για τρελλό τότες, γιατί βλέπω και τρως με κάμποση όρεξη. Ο Θεός να σε φωτίζη να μας παίρνης για τρελλούς πάντα.

Αλλοίμονο! δεν έσκαζε η προξενήτρα εκείνη που 'κανε τη μητέρα σου γυναίκα μου να γίνη! . . . Εγώ καλά περνούσα στην εξοχή που ζούσα, μένοντας μουχλιασμένος και παραμελημένος, και όπως μου κατέβαινε, με πρόβατα περίσσια, σταφύλια και μελίσσια. Τεμπέλα; α, δεν ήτανε. Τον αργαλειό εστήλωνε και το σπαθούσε το πανίμα και το παραξήλωνε!

Έτσι και συ τώρα κάνε ό,τι νομίζεις καλόν, ως να είσαι κυβερνήτης• εγώ δε ως επιβάτης θα υπακούω με σιωπήν και ησυχίαν εις όλας σου τας διαταγάς. ΕΡΜ. Καλά λέγεις• εγώ ξέρω τι πρέπει να γείνη και θα εύρω το κατάλληλον μέρος διά να επισκοπήσωμεν τα ανθρώπινα πράγματα. Λοιπόν ο Καύκασος είνε κατάλληλος ή μάλλον ο Παρνασσός• αλλά και από τους δύο καταλληλότερος είνε ο Όλυμπος.

Ένα χέρι όμως άρπαξε από πίσω το καπότο του και σταμάτησε την ομάδα. «Κοιμόσουν κιόλας, Έφις; Κάνε υπομονή. Η Έστερ μου είπε ότι θα φύγεις αύριο το πρωί νωρίς και κατέβηκαΠετάχτηκε επάνω και ανακάθισε στην ψάθα, στα πόδια της, που στεκόταν όρθια, ακίνητη, μεγαλόσωμη με το φως στο χέρι.