Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Αυτή η δούλη, είνε ιδική σου;. — «Τι σε μέλλειαπήντησεν η Ηρωδιάς. Οι συμπόται επλήρουν την αίθουσαν του συμποσίου, η οποία είχε τρεις νάρθηκας ως εκκλησία, και την οποίαν εχώριζον στήλαι εκ ξύλου κέδρου με ορειχάλκινα λαξευτά κιονόκρανα.

Αυτά 'πε• και άμα ο γλήγορος υπάκουσε αργοφόνος• κ' ευθύςτα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια, ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν τον επάνω 45την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη, σαν τους αέραις. το ραβδί πήρε, οπού μ' αυτό τα βλέφαρα κοιμίζει όποιου θνητού θελήση αυτός, κ' εγείρει όποιον κοιμάται. μ' αυτότα χέρια πέτονταν ο μέγας αργοφόνος• και εις την Πιερία πάτησε, κ' έπεσε απ' τον αιθέρα 50το πέλαγος• και αρμένιζετο κύμα επάν' ως γλάρος, 'που εις τα φρικτά βυθίσματα της άπατης θαλάσσης ψάρια ζητεί, και τα πτεράτην άρμη συχνοβρέχει. όμοιος μ' αυτόν εφέρονταν ο Ερμήςάπειρο κύμα. και όταν •ς την νήσον έφθασε την απομακρυσμένη, 55 απ' το γαλάζιο πέλαγος εβγήκε να πατήση την γη, και εις τ' άντρον έφθασε το μέγα, όπου εκατοίκα η νύμφ' η καλοπλέξουδη, και μέσα εκείνην ηύρε. και εις την γωνίστρα καίονταν ξύλα πολλά του κέδρου και της καλόσχιστης θυάς, κ' εσκόρπα η μυρωδία 60 εις το νησί• καλόφωνα κει μέσα ετραγουδούσε αυτή, και ύφαινε πανί με ολόχρυση σαγίττα. και δάσος ολοφούντωτον ήταν τριγύρω 'ς τ' άντρο, κλήθρα, και λεύκα, ευωδερό μ' εκείναις κυπαρίσσι. και μέσ' αυτού πλατύπτερα πετούμενα εκουρνιάζαν, 65 στριγλιά, γεράκια, και μαζή πλατύγλωσσαις κουρούναις, θαλασσοπούλι, 'που η ζωή τ' αρέσει του πελάγου. και ήμερο κλήμα ολόγυρατο βαθουλό το σπήληο, θυμό γεμάτο απλόνονταν σταφύλια στολισμένο. και βρύσες τέσσερες εγγύς και αραδικώς ερρέαν 70 λευκό νερό, και η καθεμιάάλλο εκυλούσε μέρος• και γιοφυλλιών γύρω απαλά λιβάδια και σελίνων πρασίνιζαν και αθάνατος αν πήγαιν' εκεί πέρα κυττάζοντας θα εθαύμαζε, και θα 'χαιρε η ψυχή του. έμεινε αυτού κ' εθαύμαζεν ο μέγας αργοφόνος• 75 και αφού τα πάντα εθαύμασεν εις την ψυχή του εκείνος, 'ς το ευρύχωρ' άντρο εμπήκ' ευθύς• και ως είδε αυτόν αγνάντια, δεν άργησεν η Καλυψώ να τον γνωρίσ' η θεία• ότι δεν είν' οι αθάνατοι άγνωστοι μεταξύ τους, και αν τύχη κάποιος απ' αυτούς μακρυά να κατοικάη. 80 μέσα τον μεγαλόκαρδο δεν εύρεν Οδυσσέα• έκλαιγε αυτός καθήμενος εις τ' ακρογιάλι, ως πρώτα, με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθητην ψυχή του, κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη. και τον Ερμήν η Καλυψώ ερώτησεν η θεία, 85 αφού τον κάθισε εις θρονί λαμπρό και στιλβωμένο•

Εντός ολίγου έκαμψε προς ταριστερά, παρά τας υπωρείας γυμνού λοφίσκου, και είδε μακρόθεν ο ιερεύς μίαν κέδρον εκεί μονήρη, υπό δε την σκιάν της τους τοίχους της καλύβης του λεπρού. Προ δεκαπέντε ετών υπό τους κλώνας της κέδρου εκείνης είδεν ο Νάρκισσος τον δυστυχή ερημίτην, όστις προ πολλών και τότε ετών κατώκει εκεί.

Έπειτα βυθίζουσι το σώμα εις νάτρον και το αφίνουσιν εκεί όλον τον προσδιωρισμένον χρόνον, την δε τελευταίαν ημέραν εκβάλλουν από την κοιλίαν το έλαιον της κέδρου το οποίον είχον εισαγάγει προηγουμένως. Αυτό δε έχει τόσην δύναμιν ώστε εξάγει ομού έντερα και σπλάγχνα, όλα διαλελυμένα.

Εφαντάζετο ότι βλέπει τον δυστυχή της καλύβης κάτοικον, καθώς τον είδε τότε καθήμενον κατά γης εις την σκιάν μιας κέδρου, καθαρίζοντα χόρτα άγρια εντός της πηλίνης χύτρας του και στρέφοντα μετ' απορίας την κεφαλήν προς τον μικρόν ρασοφόρον.

Αφού γεμίσωσι τα κλυστήριά των με έλαιον εκ κέδρου, χύνουσι το έλαιον τούτο εις την κοιλίαν του νεκρού, χωρίς μήτε να την σχίσωσι μήτε να εξαγάγωσι τα εντόσθια, και προσέχουσιν ώστε να μένη το έλαιον εντός και μη διαφεύγη.

Κι' από τες στάνες γύρα Οι πιστικοί συνάζονται, κόβουν κλαριά από κέδρους, Σταίνουν τετράψηλην φωτιά, στρώνονται αράδα αράδα, Και μέσ' 'ςτήν πύρα της φωτιάς, 'ςτή μυρουδιά του κέδρου, Καθένας λέει τα λόγια του. Κι' άλλος για αγάπες λέγει, Και μολογάει πως αγαπάει από καιρόν μια κόρην Οπού του κάνει το βαρύ, κι' αυτός απ' τον καϋμό του Να την μιλήση δεν τρομά, να την τηράη λυγώνει.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν