Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Στον Ιππόδρομο είναι ένας οβελίσκος, και των Πλαταιών το χάλκινο τριπλό φίδι, που δεν το είδα στους Δελφούς, όταν διάβαζα τον Παυσανία. Τι να θυμηθώ πρώτα στον Ιππόδρομο; Τον Κωνσταντίνο, τον Ιουστινιανό, τους Ισαύρους, ή τον καιρό που άφιναν και γίνουνταν ερείπια ο τόπος αυτός της ζωής και της ταραχής; Αυτός ο καιρός είναι πιο σιμά μου.
Με τον καιρό το μεγάλο τετράγωνο κεφάλι του εβούλιαξε ανάμεσα στα δυο καρβέλια κι' ο Γιαννάκης άρχισε να μεγαλώνη στα χρόνια, χωρίς να μεγαλώνη και στο μπόι. Οι γονείς του, σαν τον βλέπανε, λέγανε απομέσα τους. — Δεν πεθαίνει το καϋμένο να ησυχάση απ' τα βάσανα; Τι τη θέλει τη ζωή ;...
Ύστερα, αργότερα, όταν παντρευθή η Δώρα, όταν δε θάχω πια ανάγκη από τη γνώμη του κόσμου, όταν θα μπορώ να κανονίσω τη ζωή μου χωρίς να επηρεάσω την ευτυχία του κοριτσιού αυτού . . . τότε Λέλα. Δεν είναι πρώτη φορά που σου το λέω. ΛΕΛΑ — Όχι, Τάσσο. Όχι. Εγώ πήρα την απόφασή μου. Δε θα μπορέσω να ζήσω κοντά σου και μακρυά σου τόσον καιρό. Τώρα ακόμα δεν μπορώ.
Είσαι καλός πατριώτης εσύ, είσαι και διπλωμάτης. Τώρα που δεν κόβει πια το μαχαίρι σου, που σκούριασε η πιστόλα σου, βρίσκεις καιρό να συλλογιστής, κ' εκεί που χτυπάεις το χαλβά σου, ο νους σου κατεβάζει αλήθειες που ο πιο ξακουσμένος Σοφτάς της Ρωμιοσύνης δεν τις ονειρεύεται! Άφερημ, άφερημ! Τι θα είταν η Ρωμιοσύνη ανίσως κ' είχαμε και μεις μερικούς χαλβατζήδες! Εμείς μήτε χαλβατζήδες δεν έχουμε!
Δεν τους φτάνει, που σφιμένα Στης τριχαίς σαν κρεμασμένα 1120 Σ' έχουν αποπανωθιό τους, Βάσανο ξεχωριστό τους· Μόνε δίχως καμμιά αιτία, Κι' από μόνη αδιακρισία, Τους σκοτίζεις το κεφάλι 1125 Με της γκάβρας σου τη ζάλη. Το Γουρούνι λόγια τόσα Οχ του Γάιδαρου τη γλώσσα Να ακούη, καιρό δε χάνει, Τέτια απόκρισι του κάνει· 1130 Να σου ειπώ, του λέει, δεν ξέρω Τι υποφέρεις, τι υποφέρω.
Έχουν τώρα τόσους υπηρέτας εις τα σπίτια, ώστε να μη μένη πλέον εις την κυρίαν παρά μόνον η επίβλεψις. Αλλως τε θα εργάζομαι, όταν θα έχω καιρό. Θα ήναι η ωραιοτέρα μου διασκέδασις. Μήπως εσείς δεν διασκεδάζετε; Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Όχι βέβαια για να κερδίζω χρήματα. Κ ώ σ τ α ς. Πως! μητέρα; Και τα χαρτιά.; Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τα χαρτιά δεν είναι δουλειά. Είναι κάτι που κινεί το ενδιαφέρον.
Και από ψηλά τα φανάρια της γραμμής έχυναν το χρωματιστό φως τους σιωπηλά, έκπληκτα θαρρείς για το πικρό δράμα. Μέσα στη σύγχισι εγώ δεν ξεύρω πώς ευρέθηκα στην πλώρη. Σκύφτω, τι να ιδώ; Όλη η δεξιά μάσκα φαγωμένη και το κύμα άγριο εχυνόταν στο αμπάρι κ' αισθάνομαι το κατάστρωμα να φεύγη από τα πόδια μου. Δεν χάνω καιρό, πηδάω στο μπάρκο. — Παιδιά, εδώ! φωνάζω.
Την άφησα κ' έπειτα από μια στιγμή βυθίστηκα σ' έναν ύπνο, όμοιο με θάνατο. Πριν περάση η άλλη μέρα, γνωρίζαμε πως δεν υπήρχε σωτηρία και πως ο μικρός Σβεν θα πέθαινε. Η βεβαιότητα έπεσε απάνω μας σα βαρύ χτύπημα, γιατί όλον τον καιρό πρωτήτερα δεν πάψαμε να ελπίζουμε.
Είταν τότες ακόμα παιδιά, κι ορφανά μάλιστα, αφού ο πατέρας τους, ο Ιούλιος Κωσταντίνος, πήγε κι αυτός με τάλλα τα θύματα. Φρόντισε ο Κωστάντιος να φυλαχτούν καλά και τα δυο παιδιά, πρώτα στην Ιωνία και στη Βιθυνία, κατόπι μέσα σ' αραχνιασμένο παλάτι της Μικρασίας κοντά στην Καισάρεια. Εκεί κλεισμένοι μαθαίνανε γράμματα από δασκάλους ονομαστούς στον καιρό τους.
Τότε η λεφκόποδη θεά του λέει διο λόγια, η Θέτη «Ναί γιε μου, αφτά καλά τα λες· σωστό 'ναι τους συντρόφους, που τυραγνιούνται, απ' το βαρύ χαμό να λεφτερώσεις. Μα η όμορφή σου αρματωσά σε Τρώικα 'ναι χέρια, 130 χάλκινη αστραφτερή, κι' αφτή ο Έχτορας στους ώμους καμαρωμένος τη φοράει... μα δε θα καμαρώσει θαρρώ καιρό, τι από κοντά τον έχει τώρα ο χάρος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν