Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Τα τραγούδια που έτρεχε ν' ακούση εκεί ο λαός τίποτις ιερό δεν ξέρανε μήτε όσιο· όλα ταρμάθιαζαν ολοστρόγγυλα κι ολόγυμνα. Μα και γυναίκες κολυμπούσαν ολόγυμνες εκεί μέσα, σα θέλανε να παραστήσουνε τις Νεράιδες.

Αυτό κράτησε όμως μια στιγμή μόνο, και να που την κάλυπτε και αυτή ένα πέπλο, έχανε τη δύναμή της, ξαναγινόταν φάντασμα και ο Έφις ένοιωσε πόνο, λες και ήταν ο Τζατσίντο που πέθαινε και όχι εκείνος. «Έφις, έλα, έλα! Τι κάνεις; Δε μου μιλάς; Για σένα έχω έρθει, ξέρεις. Είμαι εδώ. Δεν θέλανε να μ’ αφήσουν να μπω κι εγώ πήδησα τον τοίχο. Έλα, κοίταξέ με

Και τώρα είχαν οι Παραμυθιώτες ψύλλους και ψύλλους! Πρώτο πρώτο, η δουλειά του Πανάγου, έπειτα και κάτι διαφορές που ξεφύτρωσαν πάλε ανάμεσα Τούρκους και Χριστιανούς. Δεν είταν εποχή εκείνη για μάχητες. Δεν το θέλανε μήτε από τόνα το μέρος μήτ' από τάλλο.

Μα είνε λυπημένος, επανέλαβε, γιατί κατηργήθη, λέει, η νυκτερινή ακολουθία των Χριστουγέννων. — Και δεν μ' ερωτάς εμένα, βρε άλλε , να σου πω; είπε στραφείς προς εμέ. Η εκκλησία, επήρε και αυτή τον κατήφορο της μόδας. Πάει πλέον. Έγεινε και αυτή καπέλλο. Την έκαμαν δηλαδή. Δεν ακούς οπού σήμερα, χρονιάρα μέρα, θέλανε να κάμουνε μνημόσυνο στο Νεκροταφείον;

Η μαμά είχε ορκιστεί να μην τον αφήση τόσο νωρίς να βασανιστή μ' ένα πράμα τόσο φοβερό. Να τραγουδά όμως μπορούσε κ' ήξερε πολλά τραγούδια. Πολύ σπάνια του ξέφευγε ψεύτικος τόνος κι όταν του ξέφευγε κανένας, θύμωνε και ξανάπιανε το τραγούδι από την αρχή. Δε ντρεπότανε κιόλας να τραγουδά κι όταν είτανε ξένοι μπροστά. Μπορούσανε ναρθούνε να τον ακούσουν όσοι θέλανε.

Τι φιλιά ήταν εκείνα! τι γλύκες ! Με τι μάτια τις έβλεπε τώρα η Βεργινία αυτές που θέλανε να της πάρουν τον άντρα της ! Και να που αρχινίσανε να της τον επαινούν όλες μαζί και δος του κατηγορίες του κοριτσιού που εξ αιτίας της βέβαια αργούσε ο Κύριος Νίκος. «Βρέθηκε γεβεντισμένος ο άνθρωπος, σκασμένος απ’ τη στενοχώρια του ! Έμ ας ξεσκάση δα και λιγάκι ο καημένος σα νέος που είναιΚαι μόλο που ξέρανε σε τι μεριά την άγγιζε η βελόνα τη Βεργινία θανάσιμα, όλο και για παιδιά να μιλούν: αφού κ' η εξαδέρφη τους η Μίνα, πούχε πάρει το γιατρό απ’ το Αίγιο, «έπειτ' από τρία χρόνια που δεν έκανα παιδιά απόχτησε το διάδοχο, κ' εκεί που πρώτα δεν ήταν τρόπος να συμμαζέψη τον άντρα της, τώρα όλο και φιλιούνται σαν τα τρυγονάκια . . .» Η Βεργινία αισθανόταν πάλι πως θα λιγοθυμήση- Κυτταχτήκαν αναμεταξύ τους οι δεσποινίδες.

Μα όσο περσότερο πλησίαζα στο σπίτι, τόσο περσότερο αιστανόμουνα πως μόνο η ανησυχία μου είταν αφορμή σε ό,τι έκανα. Οι στοχασμοί μου δε θέλανε νακολουθήσουνε τα μάτια, που γλυστρούσανε μηχανικά στις στήλες της εφημερίδας, και γλήγορα παρατήρησα πως τα μάτια ζητούσαν άταχτα τα δρόμο τους από τη μια στην άλλη στήλη.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν