Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Ούτω δε δειλώς ιστιοδρομούσα διά του πελάγους των ονείρων, δεν ήκουσεν η Μαριώ ανοιγομένην και κλειομένην την αυλόθυραν, ούτε την μετ' ολίγον ημιανοιχθείσαν ηρέμα θύραν του οικίσκου, ούτ' εννόησε του κυρ Δημήτρην, όστις προκύψας διά της θύρας την κεφαλήν, ηρώτησε σιγαλή τη φωνή, πριν εισέλθη·Κοιμήθηκαν τα παιδιά; — Ου! μ' ετρόμαξες, καϋμένε! εφώνησεν η ανανήψασα αίφνης σύζυγός του.

Καλά, να με συμπαθάς, Μανιά, είπεν εν συναισθήσει ο Αγάλλος. Είτα μετά μίαν στιγμήν, ευθύμως την ηρώτησε: — Είσαι γειτόνισσα εδώ κοντά; — Είμαι, παιδάκι μ'. Το σπιτάκι εκείνο, που βλέπεις δίπλα, είνε το δικό μου. Παραθύρι με παραθύρι σμίζουμε. Άνδρας μπορεί να πηδήση το χάσμα ανάμεσα στα δυο παράθυρα. Βεβαίως τυχαίως τα έλεγεν αυτά η Μανιά.

Ελθόντας δε τους ηρώτησε πώς ενόησαν το όνειρόν του, και εκείνοι επανέλαβον όσα είχον ειπεί άλλοτε, ήτοι ότι το παιδίον θα εβασίλευεν, εάν έζη και εάν δεν απέθνησκεν άμα γεννηθέν. «Αλλά, επανέλαβεν ο βασιλεύς, το παιδίον ζη, το παιδίον εσώθη· ενώ δε διητάτο εις τους αγρούς, τα άλλα παιδία του χωρίου το εξέλεξαν βασιλέα, και αυτό έπραξεν ό,τι πράττουσιν εκείνοι οίτινες τωόντι είναι βασιλείς.

Αυτή βλέποντάς τον σκλάβον, ηρώτησε τον Κουλούφ, διατί έφερεν αυτόν τον σκλάβον μαζί του· ο δε της είπε πως ετούτος ο σκλάβος είναι πολλά μέτωρος, μπουφόνος, ήγουν τζουτζές, λαλεί ευμορφότατα το κύμβαλον, τραγουδεί εξαίσια, και κάνει και τον ποιητήν· ελπίζω το λοιπόν πως θέλει σας δώσει ηδονήν.

Τι λες, φιλόσοφέ μου; ηρώτησε τον σκεπτικόν μας ο γέρων Φ. — Δεν αλλάζω γνώμας εγώ, είπεν εκείνος . . . — Και κάμνεις καλά· μ' αυτόν τον τρόπον σώζεις την φήμην σου ως φιλοσόφου, ανταπήντησεν ο Φ. — Με την αράχνην όμως κύριε Φ. είπε κάποιος, δεν εμάθαμεν το τέλος της ιστορίας των κεράτων. — Αλλά μόνον περί προλήψεων επρόκειτο, είπεν ο Φ. — Αδιάφορον, θέλομεν το τέλος.

Δεν θα μείνω ούτε εδώ, ούτε εις του Βινικίου· ποτέ! Η Ακτή εξεπλάγη από την αντίστασιν ταύτην. — Ώστε, ηρώτησε, τον αποστρέφεσαι τόσον, τον μισείς; Αλλ' η Λίγεια δεν ηδυνήθη ν' απαντήση καταληφθείσα και πάλιν υπό λυγμών. Η Ακτή την είλκυσε προς το στήθος της και προσεπάθησε να την καταπραΰνη. Ο Ούρσος ανέπνεε θορυβωδώς και έσφιγγε τας πυγμάς.

Εκτός τούτου τα εχρειάζοντο διά τους Άραβας ή μάλλον ανήκον όλα εις τον πατέρα του. Και αντί τόρα να ακολουθή όπισθεν του Ανθυπάτου επροπορεύετο με βήμα γοργόν. Κατόπιν παρεμέρησε προς τον τοίχον τον οποίον εκάλυπτε με την τήβεννόν του και με τους δύο τους αγκώνας χωριστά ενώ η κεφαλή του εξείχεν υπεράνω μιας θύρας. Ο Βιτέλλιος παρετήρησε την θύραν και ηρώτησε να μάθη τι περιέκλειε.

Τέλος έφθασεν εις τον οίνον, έμαθε τον τρόπον πώς εγίνετο, και ευχαριστηθείς από το ποτόν τούτο, ηρώτησε τι έτρωγεν ο βασιλεύς και πόσον χρόνον μακρότατον ζη είς Πέρσης.

Τέλος την ηρώτησε τι συνέβαινεν εις την ψυχήν της και εκείνη ωμολόγησεν ότι τον ηγάπα ήδη από την οικίαν των Αούλων ακόμη, και ότι εάν ο Βινίκιος από το Παλατίνον την έφερε πάλιν πλησίον αυτών, αυτή θα του εγνώριζε τον έρωτά της και θα προσεπάθει να καταπραΰνη την οργήν των. — Αναχωρώ με τον Καίσαρα εις το Άντιον, είπεν ο Βινίκιος, όπου θα έλθη και ο Παύλος ο Ταρσεύς.

Τυχαίως και στον βρόντον η γυνή εστράφη προς τον πτωχόν νέον, και τον ηρώτησε: — Μην είδες, Γιάννη, τα σανίδια πουθενά; Ο άκακος νέος απήντησε μόνον: — Κουβάλας. Ο περί ου ο λόγος τωόντι είχε συναντήσει τον Γιάννην κατά την προχθές, την ώραν οπού εκουβάλα τα κλοπιμαία. Του έδωκε δύο ξυλειές ως αρραβώνα, και τον εφοβέρισε να μη μαρτυρήση τίποτε. Ο Γιάννης απήντησε με το παγωμένον γέλοιο του.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν