Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Κι' ο θεός τρύπωσε εφτύς τρεχάτος 135 μέσα στο κύμα του γιαλού· κι' η Θέτη σαν τον είδε, τον πήρε και τον έκρυψε μες στο λεφκό της κόρφο, τι απ' του Λυκούργου τις φωνές τρεμούλιαζε σα φύλλο. Έτσι οι γλυκόζωοι θεοί τον μίσησαν, κι' ο Δίας τον τύφλωσε, και πια πολύ δεν έζησε στον κόσμο μιας κι' οι αθάνατοι θεοί τον πήραν όλοι σ' έχτρα. 140 Έτσι ούτε εγώ με τους θεούς να πολεμάω δε θέλω.

Είπε, κι' ακούει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης, και μπαίνει εφτύς στ' αμάξι τουκι' ανέβηκε ο Μαχάος κοντά του, θρέμμα τ' Ασκληπιού, παράξου γιατροπόρουκαι τ' άλογα βαράει· κι' αυτά με προθυμία πετούσαν προς τα καράβια του, τι εκεί να φτάσει αποθυμούσε. 520

Γιατί τ' Ατρέα τώρα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους, 355 μεγάλο μούκανε άδικο· γιατί με βιά μού πήρε κι' έχει τη νια μου που πρεσβιό μούχε ο στρατός χαρίσειΕίπε θρηνώντας, κι' άκουσε τα λόγια η κυρά μάννα, πούταν στα βάθια του γιαλού στου γέρου της πατέρα, και βγήκε σαν αντάρα εφτύς απ' το ψαρύ το κύμα και στο πλεβρό του κάθησε.

Και τρέχανε μ' οχλοβουή στα πλοία, κι' από κάτου 150 απ' τα ποδάρια ως αψηλά ο κουρνιαχτός πηδούσε, κι' έσκουζε ο ένας τ' άλλου εφτύς ν' αδράξουν τα καράβια και ναν τα ρήξουν στο γιαλό, και πάστρεβαν τ' αβλάκια κι' ως στα ουράνια ανέβαινε το σκούξιμο, ζητώντας πίσω να πάνε, κι' έβγαζαν των πλοίων τα φαλάγγια.

Σαν αστραπή σου παραλεί τα σπλάχνα· σούχει τα δυο της μάγουλα νυχόσκιστα η γυναίκα, μένει η φαμίλια σου αρφανή· ρέβεις κι' εσύ και βάφεις το χώμα, μ' όρνια πιο πολλά παρά γυναίκες γύρω395 Είπε, και του Λαέρτη ο γιος παγαίνει εφτύς κοντά του και στέκει ομπρός του. Κάθησε τότε ο Διομήδης πίσω, κι' εκεί όξω απ' το ποδάρι του τη γλήγορη σαΐτα τράβαε, και πόνος τσουχτερός του διάβηκε τη σάρκα.

Είπε, κι' απάνου εφτύς πηδάει στ' αλογωμένο αμάξι 440 κι' αρπά ο καλόθελος θεός το καμοτσί στα χέρια, αρπάει τα γκέμια, και φυσάει γερή καρτεροσύνη μες στα μουλάρια κι' άλογα.

Έτσι είπε, κι' ο αργοφονιάς τον άκουσε αγωγιάτης, κι' εφτύς στα πόδια αμπόδεσε τα διο όμορφα σαντάλια, 340 χρυσά κι' αιώνια, που μαζί με τ' αγεριού το χνώτο παντού ως στην άκρη και στεριάς τον πάνε και πελάγου. Έπειτα πήρε το ραβδί π' αθρώπωνόσους θέλειμαγέβει μάτια, ή και ξυπνάει πάλε άλλους κοιμισμένους.

Και νιες εφτά π' αμίμητα δουλέβουν θα σου δώσει 270 Λέσβισσες, που σαν κούρσεψες την πλούσια Λέσβο ατός σου, τις πήρε αφτός, που τέρι τους δεν είχανε στα κάλλη· αφτές σου δίνει, και μαζί τη νια που πριν σου πήρε, τη Βρισοπούλα, κι' όρκονε θα σ' ορκιστεί μεγάλο ποτές πως δεν την άγγιξε, στο στρώμα της δε μπήκε, 275 π' άντρες γυναίκες, αργηγέ, συνήθια τόχουν όλοι. Αφτά όλα θα σ' τα δώσει εφτύς.

Έτσι είπε, και του γιου του εφτύς του Θρασυμήδη παίρνει στέρια μια ασπίδα αστραφτερή, εκεί βαλμένη δίπλα 10 στην κόχητι του γέροντα την είχε ο Θρασυμήδης- και παίρνει ακρόχαλκο γερό κοντάρι ακονισμένο.

Και σαν τους είδε πούσβυναν στο μοιρολόϊ ο Δίας 340 τους πόνεσε και λέει εφτύς της Αθήνας διο λόγια «Παιδί μου, πάει τον αφίσες στην τύχη τέτιονε άντρα· ή δε σ' τ' αγγίζει πια σταλιά τα σπλάχνα ο Αχιλέας; Μα δες τον! τώρα εκεί μπροστά στ' ορθόπλωρο καράβι κάθεται και μοιρολογάει το βλάμη, κι' όλοι οι άλλοι 345 πήγαν να φαν, μα νηστικός αφτός και διψασμένος. «Μα σύρε στάξ' του αθάνατο νερό στα στήθια μέσα εκεί που κλαίει, για να μπορεί στην πείνα να βαστάξει

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν