Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Κι' εκείνοι εφτύς σαν τ' άκουσαν, τα σύνεργα τοιμάζουν, να παν να φέρουν τους νεκρούς, κι' άλλοι να κόψουν ξύλα. 418 Κι' απέ, σαν πρωτοχρύσωνε ο Ήλιος τα χωράφια 421 και μέσα απ' τ' Ωκιανού βαθιά τ' αγαλιοδρόμο κύμα ανέβαινε στον ουρανό, κινούν με τα μουλάρια.
Εκεί ήβραν το βροντόφωνο του Κρόνου γιο — και κύκλω κάθουνταν μαζεφτοί οι θεοί, μακαρισμένοι αιώνιοι — και δίπλα του έκατσε, τι εφτύς τραβήχτηκε η Παλλάδα. 100 Στο χέρι εκεί χρυσόμορφο καφκί τής βάζει η Ήρα με καλώς ήρθες· κι' ήπιε αφτή και της το δίνει πίσω.
Τότες εφτύς σηκώνεται και στους Αργίτες κράζει «Πέστε μου, αδρέφια, οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, μονάχα εγώ, ή και λόγου σας θωράτε πέρα τ' άτια; Αλλά σα να μου φαίνουνται μπροστά πως πιλαλούνε, σαν άλλος δείχνει ο αμάξας· και τ' άλλα εκεί στον κάμπο 460 πάπαθαν πρέπει, πούτανε μπροστά σαν ξεκινούσαν.
Ακούς εκεί ο Λίακας, να πάη στο στοιχειωμένον πύργο της Δραμαλούς! Κι ακούς να σου λέη, πως θα παλέψη το στοιχειό, νανεβή στη συκιά, να κόψη σύκο να φάη, να μας φέρη κ' εμάς! — Στοίχημα! του λένε. — Στοίχημα; — στοίχημα ! Βάνουνε το στοίχημα. Εφτύς κιόλα διαλαλήθηκε σ' όλο το χωριό· το και το: ο Λίακας είν' αντρειωμένος, κ' είν' ήρωας τρανός, και θα πα να παλέψη με το στοιχειό της βάρδιας.
Και τους θεούς, σαν έφτασε, τους βρήκε συναγμένους στον πύργο μέσα του Διός, κι' όταν την είδαν, όλοι 85 σηκώθηκαν κι' εφτύς να πιει της πρόσφερναν ποτήρια. Μα αφτή τους άλλους άφισε, και παίρνει το ποτήρι τη Θέμης, πρώτη πούτρεξε να την καλοσορίσει και πρώτη που της μίλησε δυο φτερωμένα λόγια «Ήρα, γιατί ήρθες; Φαίνεσαι σαν τρομασμένη. Ξέρω, 90 θα σ' αποπήρε ο άντρας σου, ο γιος του γέρο-Κρόνου.»
Μα μιαν αβγή ο Μελέαγρος το σκότωσε, ένας γιος του, τι έμασε κυνηγούς πολλούς από 'να πλήθος χώρες και σκύλους· τι άντρες λιγοστοί πού ναν το κάνουν ζάφτι! 545 τέτιο θεριό 'ταν, κι' έστειλε πολλές ψυχές στον τάφο. Βάζει για αφτό τότε η θεά διχόνια αναμπουμπούλα, για του θεριού την κεφαλή και το τριχάτο δέρμα, κι' εφτύς Κουρήτες κι' Αιτωλοί σ' αρχίζουν το κοντάρι.
Έτσι είπε, και τ' αγρίκησε το λόγο ο Αγαμέμνος, και τους διαλαλητάδες του προστάζει εφτύς να κράξουν στον πόλεμο τους Αχαιούς με τις θρεμένες χήτες· κι' αφτοί λαλούσαν, κι' έτρεχε το πλήθος χέρι χέρι.
Τι η Ήρα φέβγει τρέχοντας οχ του βουνού την άκρη και στ' Άργος κουβαλιέται εφτύς, που τ' άρχοντα Στενέλου, 115 γιου του Περσέα, εκεί ήξερε τη λυγερή γυναίκα. Αφτή είχε αγόρι στη κοιλιά εφτά μετρώντας μήνες, κι' όξω στο φως τής τόβγαλε, κι' εφταμηνίτικο έτσι, και της Αλκμήνης σταματάει τη γέννα και τους πόνους.
Τότες κι' άντρας έπεφτε, καν θάχε κι' άντρας σφάξει. 280 Τώρα γραφτό μου απ' άτιμο χαμό να πάω στον τάφο ζωσμένος σε νεροσυρμή, σαν γουρουνιών κοπέλι που σε χαντάκι πνίγεται περνώντας το χειμώνα.» Είπε, κι' εφτύς ο Ποσειδός κι' η Αθηνά κοντά του πήγαν και στέκουν, με μορφή σαν άντρες, κι' έτσι θάρρος 285 του δίνουν, μες στα χέρια τους τα χέρια του κρατώντας.
Μα σαν τον ζύγωσαν να πεις μια κονταριά ή πιο λίγο, νιώθοντας το πως είναι οχτροί κάνει φτερά τα πόδια, και δρόμο! Μα κι' εκείνοι εφτύς τον πήραν καταπόδι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν