Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


Και παραπάνω τόξο απλώθηκε λευκοκίτρινο κ' έχυσε μεσούρανα ποτάμια σκοτεινά και ποτάμια πράσινα, χρυσορρόδινα και γλαυκά, λέγεις και ήθελε να βάψη το στερέωμα. Και το τόξο κινητό σαν ανεμόδαρτο παραπέτασμα έσειε τα κρώσσα εμπρός, άπλωνε τις αραχνοΰφαντες δαντέλες του κ' επρόβαινε καταχτητής του αιθέρα, Όπως η πλημμύρα προβαίνει και σκεπάζει με αφρούς και γλώσσες την αμμουδιά.

Τον μακαρίτην βασιλέα, οπού τ' ομοίωμά του τώρα εφάνη εμπρός μας, τον είχε, ως ξεύρετε, 'ς την μάχην προκαλέση ο Φορτιμπράς, των Νορβηγών ο βασιλέας, ως εκεντήθη από σφοδρήν αντιζηλίαν.

Αλλά την ίδια στιγμή θολό σύγνεφο ίσκιωσεν εμπρός μου, πίσω έμεινε σαν να εδιάβηκε φάλαινα. — Στοπ! φωνάζω· σταθήτε! Εστάθηκε το καΐκι, εγύρισε πίσω στα νερά του και είδαμε όλοι πελώριο δέντρο σαν χιλιόχρονη βελανιδιά να κάθεται στον πάγκο. Δεν ήταν λοιπόν ψέμα, δεν ήταν παραμύθι! Ντύνομαι γοργά, παίρνω τον λάζο στη ζώνη μου, ένα τσεκούρι στο χέρι και βουτώ κάτω.

Πολύ ανώτερος είναι, καλέ Ξένε, ο διττός. Λοιπόν θέλεις συγχρόνως και να εξετάσωμεν πώς εφαρμόζεται αυτά το διττόν και το μονόν εις αυτάς τας νομοθεσίας; Και πώς δεν θέλω; Εμπρός λοιπόν δι' όνομα των θεών, ποίον νόμον άραγε θα θέση πρώτον ο νομοθέτης; Άραγε δεν θα διακοσμήση συμφώνως με την φύσιν πρώτον την βάσιν της δημιουργίας μιας πόλεως; Αμέ τι;

Διαμάντη, τι με θέλεις; Πώς άφησες το σκοτωμό και πώς με την Αστέρω Μου πέρνεις τα πατήματα;... — Θανάση;.. Με γνωρίζεις.. Δεν παρακάλεσα ποτέ... Κ' εμπρός σου... γονατίζω. — Πες μου, τι θέλεις;... γρήγορα.. — Αυτό το έρμο χώμα Αν ήν' αλήθεια παγαπάς, Θανάση... γλύτωσέ το... — Σου φαίνεται να δείλιασα; — Φύγε, Θανάση, φύγε. — Μη φαρμακεύης, γέροντα, το ψυχομάχημά μου.

Ναι κατά αλήθεια, απεκρίθη η Κατηγέ, κλαίοντας, ετούτο είναι νόστιμον διά να φανώ εις αυτόν ευχάριστη, εγώ δεν ηξεύρω, αν τούτο δ' εμέ ήθελεν είναι μία ευτυχία επειδή και ηξεύρω καλώτατα πως δεν θέλει μου είναι ποτέ ευτυχία το να έχω πάντα εμπρός εις τα μάτιά μου έναν άνθρωπον ωσάν αυτόν. Δεν πρέπει να μιλής, έτσι, της είπεν η αδελφή της.

Και όμως είχον μαζί αποπλεύσει από τον τελευταίον λιμένα. Ποια τύχη γοργή προήγε τον καπετάν-Μαμμή, ως ούριος ωθούσα αυτόν πάντοτε εμπρός; Και ποία τύφλα προσέδενε, τυφλή ειμαρμένη, τους άλλους, αργούς, κατηφείς, συλλογισμένους, μετρούντας τα κομβολόγιά των, με τα χέρια πίσω, μέσα εις τους σιωπηλούς κήπους του χωριδίου του Αναγαρά;

Απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνον Οδυσσέας• 365 «Ήθελ' αγώνα, Ευρύμαχε, του κόπου εμείς οι δύο να είχαμε, την άνοιξι, 'που 'ναι μεγάλ' η ημέρα, 'ς την χλόη• να κρατούσα εγώ καλόγυρτο δρεπάνι, παρόμοιο να κρατής εσύ, 'ς το έργο να φανούμε, ως να βραδιάση νηστικοί και να μη λείπ' η χλόη. 370 ή να οδηγήσω αν μ' έβαζαν δυο βώδια πρώτα μόνος, λαμπρά, μεγάλα, και τα δυο χορτάτα εις το γρασίδι, ομήλικα, ισοδύναμα, και αδάμαστα θηρία, και ο σβώλοςτο τετράπλεθρο να πέφτη εμπρός 'ς τ' αλέτρι, θα μ' έβλεπες πώς θα 'σχιζα τ' αυλάκι απ' άκρ' εις άκρη. 375 και αν κάπουθε μας σήκονε πολέμου αρχήν ο Δίας σήμερα, κ' είχ' ασπίδα εγώ, και λόγχαις δυο κρατούσα, και ολόχαλκο περίκρανον αρμόδιοτο κεφάλι, μες τους προμάχους θα 'βλεπες εγώ να ορμήσω πρώτος, και πλέον δεν θα ωνείδιζες εμέ για την κοιλία. 380 αλλ' υβριστής είσαι πολύ και άπονος είναι ο νους σου• και οπ' είσαι μέγας άνθρωπος και δυνατός λογιάζεις, ότι συναναστρέφεσαι μ' ολίγους και όχι ανδρείους• αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας, η πύλαις, αν κ' είναι πλατειαίς, θα στενωθούν εμπρός σου, 385 ενώ μέσ' απ' το πρόθυρο θα πεταχθήςτον δρόμο».

Κίτρινα σύννεφα πρόβαλαν ξαφνιασμένα πάνω από το υγρό Βουνό και από τα ψηλά του χωριού, εμπρός από την εξώπορτα των Πιντόρ, φαινόταν ο κάμπος σκεπασμένος με χρυσαφί βούρλα και το πράσινο ποτάμι ανάμεσα σε νησάκια άσπρης άμμου. Η σιωπή ήταν τόση που ακούγονταν οι γυναίκες να κοπανάνε τα ρούχα στο ποτάμι, κάτω από το μοναχικό πεύκο της όχθης.

Δι' αυτό πρέπει να λάβωμεν εμπρός μας αυτούς τους ιδίους ωσάν ένα πρόβλημα και να τους εξετάσωμεν. Σωκράτης. Πολύ καλά το λέγεις.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν