Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Οι υπηρέται και το άοπλον πλήθος ήσαν εντός των στρατιωτών. Άμα έφθασαν εις την διάβασιν του Ανάπου ποταμού, εύρον εκεί παραταγμένον απόσπασμα των Συρακουσίων και των συμμάχων, το οποίον έτρεψαν εις φυγήν, και γενόμενοι κύριοι της διαβάσεως εχώρουν εις τα εμπρός. Οι Συρακούσιοι τους ηκολούθουν εκ του πλησίον επιτιθέμενοι διά του ιππικού και ακοντίζοντες διά των ψιλών.
— Πουλώ εις την διάθεσίν μου είκοσι κομμάτια, με δεκαέξ το έν εμπρός διά μεθαύριον το πρωί. — Πουλώ με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός, εις την διάθεσιν του αγοραστού!
— Καθώς μου βαρείς χορεύω, καπετάν Βασίλη. Τι θέλεις να σου ειπώ; Μου μιλάς για παντρειά σαν να θέλης να σηκώσω ένα σακκί στον ώμο. Καλά, το εσήκωσα· κ’ έπειτα; Να σου ξεμολογηθώ λοιπόν σαν πατέρα μου· νέτα — σκέτα. Όρεξι δεν έχω να ζήσω πια· Δεν ξέρω γιατί· μα δεν έχω. Γνωρίζεις πως εδούλεψα από τα μικρά μου χρόνια. Όσο είχα εμπρός μου εκείνα τα κορίτσια ήθελα να ζήσω και να δουλέψω.
Ο Ρούντυ έπρεπε να κάνη δύο βήματα εμπρός και ένα 'πίσω διά να μένη κατά το βάδισμα μαζί με τους άλλους.
Αλλά συ, να τολμάς να εκφράζεσαι με τοιαύτην ασεβή γλώσσαν περί του Ιουλιανού εκείνου, του παραβάτου ή αποστάτου καλουμένου — η θρασύτης υπερβαίνει παν όριον. Διά να δώσωμεν πέρας εις το προοίμιον αυτό, θα είπωμεν με δύο λέξεις ότι: Το σημερινόν έθνος δεν επήγε, δυστυχώς, τόσον εμπρός όσον λέγουν αυτοί.
Κι εσέ σκληρά η δική σου σ' εκδικήθη αρπάζοντάς σε απάνω στη χαρά· τον ήλιο πώς λαχτάριζαν τα στήθη, πώς του κόσμου σε πύρωνε η ομορφιά, πώς έλαμπε το μάτι μαγεμένο σ' όνειρο ωραίο εμπρός του ξανοιγμένο!
Καλώτατα, απεκρίθη ο Κατής, είμαι ευχαριστημένος, και σου δίνω τον λόγον μου δι' αυτό με όρκον, εμπρός εις τους περιεστώτας μάρτυρας.
Το εβεβαίου, και είχε ακόμη το φλωρί και το εδείκνυε. Μη νομίση τις ότι ήτο απατεών, ότι δεν επίστευεν ο ίδιος ό,τι έλεγε. Τουναντίον. Το επίστευε με τα σωστά του. Εμπρός όμως εις την θεια-Συνοδιά κανείς δεν ηδύνατο να παραβγή όσον αφορά τα εξωτικά πράγματα. Αυτή είχεν εκ γενετής φιλικωτάτας σχέσεις με της νεράιδες.
Ο κλέφτης άνοιξε το πάτημά του, Πηδά χαλάσματα και λαγκαδιαίς, Πέρνει το λείψανο 'ς την αγκαλιά του... Κάλλιο 'ς την πλάτη του χίλιαις βολιαίς. Αγριοπρίναρα, παλούρια, βάτοι, Τη σάρκα τώτρωγαν, όθε διαβή. Το αίμα του έβαφε το μονοπάτι, Εμπρός τρισκότειδο, και πίσω εχθροί. 'Σ το χιόνι εβάλτονε το παλληκάρι, Τη γλώσσα τώφρυγε δίψα σκληρή, Νύχτα θεότυφλη χωρίς φεγγάρι Και δεν απόσταινε, πάντα πατεί.
Αυτά π' κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος· και, αφού την θύραν άνοιξε των υψηλών μεγάρων, κίνησε 'ς τον Τηλέμαχον κατόπι, και 'ς την μέση 400 των σκοτωμένων των νεκρών ηύρε τον Οδυσσέα, κατάμαυρον απ' αίματα και σκόνην, ως λεοντάρι, οπού βαδίζει, ως χόρτασεν απ' αυλισμένον ταύρο· το στήθος όλο και τα δυο σαγόνια στάζουν αίμα, και προχωρεί τρομακτικός 'ς την όψι· τότε ομοίως 405 πατόκορφα κατάμαυρος εφαίνετ' ο Οδυσσέας. και ως είδε η γραία τους νεκρούς και το περίσσιον αίμα, χαράς αρχίν' αλαλαγμό, 'ς το θαύμα οπ' είχ' εμπρός της, αλλ' ευθύς την εκράτησε κ' εμπόδισ' ο Οδυσσέας, και κείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· 410 «Ω γραία, χαίρου μέσα σου· σιγά, μην αλαλάζης· ασεβής ο καυχώμενος 'ς ανθρώπους σκοτωμένους. μοίρα θεών τους σύντριψε και τ' άνομά τους έργα· ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας· 415 και ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ασεβήματά των. ταις κόραις τώρα του σπιτιού συ θα μου φανερώσης, και αυταίς 'που με καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν