Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Καμαρόνουσα, κούφη, ελαφρά σειομένη, ως κρεμαστή, εις το γλυκύ της αύρας φύσημα, με τ' αναρίθμητα, τα πολυώνυμα εκείνα σχοινία των ιστών, δίκτυον γραμμών και γωνιών πολύπλοκον, ως ζωγραφιστή εφαίνετο εν αιθερίω πίνακι, πανδαίδαλον ίνδαλμα των θαλασσών, όνειρον θελκτικόν του κοιμωμένου λιμένος. Καθρέπτης αργυρόχρυσος ο λιμήν.
Χιών ήρχισε να πίπτη κατ' αρχάς αραιά, ως μικρά πούπουλα εκ του στήθους αγριοχήνων, διερχομένων τα ύψη, έπειτα όμως πυκνοτάτη, περιστρεφομένη άνω και κάτω και κύκλω, και τέλος πίπτουσα χαμαί, ελαφρά ελαφρά, ωσεί εντρεπομένη, αυτή παρθένος αγνή του ουρανού, την γηραιάν γην, εις την οποίαν ήρχετο να ζητήση φιλοξενίαν. . . Αι ψεκάδες έπιπτον άφθονοι επί των τριχών του Γιάννου κ' επί της χαριτωμένης κόμης και των λεπτών ενδυμάτων της Μάρως, ήτις ωμοίαζε με νύμφην ην ερράντιζεν ο ουρανός με άνθη αμυγδαλής.
Όλων η χαίτη ήτο βαμένη γαλανή, αι οπλαί των ήσαν τυλιγμέναι εις ψιάθινα υποδήματα, το δε τρίχωμά των μεταξύ των ώτων, εσχημάτιζε θυσάνους δίκην φενάκης. Με τας πολύ μακράς ουράς των εκτύπων ελαφρά τα οπίσθια σκέλη των. Ο Ανθύπατος έμεινεν άναυδος από τον θαυμασμόν του. Τα ζώα εκείνα ήσαν θαυμάσια, εύκαμπτα ως ερπετά και ελαφρά ως πτηνά.
Ως πτηνά συγχρόνως, ανάλογοι ναύται εθεάθησαν επάνω εις τους εξαρτισμούς του πλοίου, το οποίον ιδού άνοιξεν ένα-ένα τα πανιά του, και ταλαντευθέν επιχαρίτως δεξιά και αριστερά εξεκίνησεν ελαφρά, ως πάπια ξεκολλήσασα πλέον από το έλος, αφού εξετίναξε με χαράν τα δυο κοντά πτεράκια της.
Η βαρκούλα επάτει επί της ξηράς και εταλαντεύετο επί της θαλάσσης, με την πρώραν χωμένην εις την άμμον, με την πρύμνην σαλευομένην από το κύμα, βαρκούλα ελαφρά, κομψή, οξύπρωρος, χωρούσα τέσσαρας ή πέντε ανθρώπους.
Προσευχόταν απορροφημένος, αλλά, όταν ο Έφις του άγγιξε ελαφρά το καπότο έστρεψε έκπληκτος στην αρχή, έπειτα βίαιος, χωρίς να αναγνωρίσει το ζητιάνο. «Στο διάολο! Ούτε εδώ δεν μας αφήνετε ήσυχους;» «Ντον Πρέντου, αφεντικό! Είμαι ο Έφις, δεν με αναγνωρίζετε;»
Ίσως όμως είναι καλλίτερον συ να απαντάς και να τα λέγης αυτά, παρά εγώ να παραβαρύνωμαι διά σε. Και λοιπόν λέγε μου. Εκείνα διά μέσου των οποίων αισθάνεσαι τα θερμά και τα σκληρά και τα ελαφρά και τα γλυκά, δεν τα θεωρείς όλα μέρη του σώματος; ή μήπως κανενός άλλου; Θεαίτητος. Όχι κανενός άλλου. Σωκράτης.
Αν έχης «Ελαφρά τα ποδάρια, «Και στήθος, ακολούθα με· «Τρίξε και συ μ' εμένα· «Μας φεύγει, η ώρα.» — Γνωρίζω την φωνήν σου. Οδήγει. — Οι βράχοι φεύγουσι Τώρα υπό τα πατήματα Συχνά, φεύγουν οπίσω Σπήλαια και δένδρα· Των ποταμών πλατέα Νερά, βαθέα λαγγάδια, Έρημα μονοπάτια, Δάση, βουνά, χωράφια, Φεύγουν οπίσω.
Το βλέμμα των διεσταυρώθη πλήρες μίσους· δι' ενός κινήματος ύψωσαν τα καρυοφύλλια κ' επυροβόλησαν. Αλλά μόνον από του όπλου του Ταχίρ Γιάτση εξήλθε μετά συριγμού η σφαίρα γλείψασα ελαφρά τον αριστερόν ώμον του αρματωλού και ματώσασα το υποκάμισον. Το καρυοφύλλι του Ζάχου έδωκε ξηρόν μόνον κρότον και δεν εξεπυρσοκρότησε.
Παρθένος μία περικαλλής φέρουσα ποδήρη χιτώνα ως ιερατικόν στιχάριον, σκεπασμένη δε την λυτήν κόμην της με πέπλον φαεινόν και αιγλήεντα, ως αραχνοΰφαντον βασιλικήν καλύπτραν, ιέρεια, θαρρείς, της αρχαιότητος, προέβη προς τας αγίας εικόνας ελαφρά και ταχεία ως άνεμος, χωρίς να πατή εις την γην. Εκεί σταθείσα, έκαμε σχήματα προσκυνήσεως. Ο ιερεύς έμεινεν άναυδος. Ο μπάρμπα-Γιωργός έτρεμεν ως φύλλον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν