Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Άνθρωποι ήκουσαν τον βρόντον και τον συριγμόν, έτρεξαν, και είδαν τον φονέα και το θύμα. Όχι μακράν απείχεν ο σταθμός του Τούρκου, του &Γιαορκητζή&, ή τελωνοφύλακος. Υπήρχον και δύο νιζάμηδες, στρατιώται, εκεί πλησίον. Οι χωρικοί εφοβέριξαν τον Γιάννην.

Εσάς προσμένει η γη μου· εκεί τα σφάγια, Και τ' άνθη εκεί πλουτίζουσι, και η σμύρνα, Χιλίους ναούς· τους έκτισαν ανίκητα Της ιεράς Ελευθερίας τα χέρια.

Αλλά δεν με γελάς άλλην φοράν. Και ήρπασεν τον μικρόν Κλώσον από την μέσην, τον έχωσεν εις τον σάκκον, έβαλε τον σάκκον εις την ράχιν του και του είπε. — Τώρα πηγαίνω να σε πνίξω. Έως να φθάση εις τον ποταμόν είχε πολύν δρόμον να κάμη, και ο μικρός Κλώσος ήτο βαρύς. Εκεί όπου επήγαινεν, επέρασεν από μίαν εκκλησίαν, εις την οποίαν έψαλλαν.

Εις τα ώτα της Λιγείας και της Ακτής έφθασαν αι κραυγαί του παιδίου, το οποίον ήρχισε να κλαίη. Οι οφθαλμοί της Λιγείας ήσαν πλήρεις δακρύων. Έλαβε την Ακτήν από της χειρός. — Ας επιστρέψωμεν, είπε. Δεν πρέπει να ελπίζη τις ειμή μόνον απ' εκεί, οπόθεν δύναται να προέλθη η βοήθεια. Εισήλθον εις τον πρόδομον, τον οποίον δεν εγκατέλειψαν πλέον. Ανήσυχοι έτεινον το ους εις τον κρότον των βημάτων.

Καταλιπών εκεί τον στρατόν περί τον Άλυν ποταμόν διά να διαχειμάση, επέστρεψεν ο ίδιος εις την Κωνσταντινούπολιν, ελθών διά ξηράς μέχρι Χαλκηδόνος. Ούτως έληξεν η πρώτη εκστρατεία. Εις την πρωτεύουσαν ήλθεν ο Αυτοκράτωρ περί τας αρχάς του 623 διά να ενεργήση νέας μεγάλας παρασκευές προς εξακολούθησιν του πολέμου.

Μα τώρα εγώ κανένα τους δε βλέπω να προβάλλει, 475 μόνε ζαρώνουν σα σκυλιά τριγύρω σε λιοντάρι, κι' εδώ όλοι εμείς, όσοι είμαστε βοηθοί σας, πολεμάμε. Τι είμαι κι' εγώ βοηθός εδώ κι' από πολύ ήρθα αλάργα. Τι αλάργα βρίσκεται η Λυκιά πας στο χοχλάτο Ξάνθο, κι' εκεί 'να γόρι ανήλικο και νια άφηκα γυναίκα, 480 και βιος μεγάλο π' ο καθείς το λαχταρά αν δεν τόχει.

Περιέκλεισαν επίσης εντός του τείχους στοάν μεγίστην ενουμένην με τον Πειραιά και ηνάγκασαν όλους να αποθέτουν εκεί όσον σίτον είχαν και όσον έφεραν διά θαλάσσης· εκ της αποθήκης δε ταύτης ώφειλαν να τον εξάγουν και να τον πωλούν.

Σκόρπαε τα ξηρά φύλλα τους και του βουνού τα στεγνά τσάχαλα, τα παράδερνε εδώ κι' εκεί 'ςτό χάος του αθέρα και τ' άρριχνεν ύστερα ολόβολα μίλια μακριά από τη γη που τα σήκωσε κι από τα κλαράκια που τα 'κοψε'. Σαν επέρασε μια στιγμή τ' ανεμόχολο, έλαμψε λίγο ο ήλιος 'ςτά λόγγα του Σκλούπου πέρα, και κατόπι δεν τον ξανάειδαμε ως την άλλη αυγή.

Θα ξαναπιάσουν τη συζήτηση που είχε διακοπεί τόσους μήνες πριν και ίσως μπορέσει να φέρει την καλή είδηση στον ντον Πρέντου. Τότε άρχισε να προσεύχεται, σιγά σιγά, έπειτα όλο και πιο δυνατά, μέχρι που του φάνηκε ότι είχε αρχίσει να ψέλνει όπως έκαναν οι προσκυνητές εκεί πάνω, στη Θαυματουργή Παναγία. Αύριο… Όλα θα πάνε καλά αύριο∙ όλα θα τελειώσουν, όλα θα ξεκαθαρίσουν.

Η δε έξαψις καθώς και η εκτράχυνσις είναι φυσικώτεραι από τας επιθυμίας της υπερβολής και τας μη αναγκαίας, καθώς εκείνος που εδικαιολογείτο όταν έδερνε τον πατέρα του λέγων: «και αυτός έδερνε τον ιδικόν του και εκείνος τον παραπάνω». Και αφού έδειξε το παιδίον του είπε : «και αυτός θα δείρη εμέ όταν μεγαλώση, διότι το έχει το αίμα μας». Επίσης ο συρόμενος από τον υιόν του τού έλεγε να σταματήση έως εις την θύραν, διότι και ο ίδιος έως εκεί έσυρε άλλοτε τον πατέρα του.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν