Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Τι σκεπασμένος με πηχτή θολούρα τον ζυγώνει... 790 και στέκει πίσω... του χτυπάει ώμους πλατιούς και ράχη μ' έτσι τη χούφτα ορθάνοιχτη που τούστριψαν τα μάτια. 792 Στάθηκε τότε ολόξαφνος, κι' εφτύς καθώς τον είδε 806 τρέχει ένας Δάρδανος κι' εκεί του στέλνει το κοντάρι από κοντά στη ράχη του, κατάμεσα των ώμων, του Πάνθου ο νιος ο Έφορβος που κάθε νιο νικούσε με το κοντάρι τ' άλογα τα φτερωτά ποδάρια· που κι' άντρες τότε ως είκοσι είχε απ' τ' αμάξια ρήξει 810 κιάς πρωτοβγήκε μ' αμαξά πώς πολεμούν να μάθει.
Εκ τούτων περί τας είκοσιν ημέρας, κατά τας οποίας οι πρέσβεις απήλθον, όπως διαπραγματευθούν συνθήκην, οι Λακεδαιμόνιοι εσιτοδοτούντο, κατά τας υπολοίπους δε διετρεφόντο από τους εισπλέοντας κρυφά· ευρέθησαν εν τούτοις εις την νήσον σίτος και άλλαι τροφαί αφεθείσας εκεί, διότι ο άρχων Επιτάδας εμοίραζεν εις καθένα ολιγωτέρας μερίδας αφ' όσας είχε διαθέσιμους.
Θυμότανε και διάφορα επεισόδια των επαναστάσεων και τα διηγότανε ωραία. Στις κυνηγιτικιές μου εκδρομές δε μέτερπαν μόνον του κυνηγιού οι περιπέτειες, αλλά και τάγνωστα κιωραία μέρη πούβλεπα. Και γνώρισα όλα τα μέρη στην περιοχή του Αμαλού. Ο Βασίλης πούχε πολλές φορές κυνηγήσει εκεί πάνω, μούταν οδηγός μου. Διότι δε μάφηνέ ποτε να πηγαίνω μόνος, από φόβο μην πάθω τίποτε.
Ο παππά Συνέσιος εφοβήθηκε κ' εζήτηξε με τρόπο να φέρη διόρθωσι, να βουλώση τα στόματα μα ήταν αδύνατο και μια νυχτιά επήρε τη μάννα του κ' έφυγε για το εξωτερικό, δεν ήπαυσε όμως να ενεργή από εκεί, με το μέσο εκεινών που τον αγαπούσαν, για να γυρίση πίσω και αληθινά, ύστερ' από καιρό το εκατώρθωσε.
Το άσχυ τούτο ή λείχουσιν ή μιγνύοντες μετά γάλακτος πίνουσι, και από της παχύτητος της υποστάθμης κατασκευάζουσι πλακούντια και τρώγουσιν αυτά. Κτήνη δεν έχουσι πολλά, διότι δεν υπάρχουσιν εκεί νομαί καλαί. Έκαστος έχει την κατοικίαν του κάτωθεν δένδρου, τον μεν χειμώνα περικαλυπτόμενος με λευκόν κάλυμμα εκ μαλλίου δυνατού, το δε θέρος άνευ καλύμματος.
Του φαινόταν πως περπατούσε μαζί της επάνω στην άμμο κατά μήκος του ποταμού, κάτω από το φεγγάρι: πήγαιναν, πήγαιναν σιωπηλοί, φρόνιμοι. Έφτασαν στη δημοσιά πλάι στο γεφύρι. Εκεί κάτω το όραμα μπερδευόταν. Υπήρχε ένα κάρο και επάνω του καθόταν η Λία, κρυμμένη ανάμεσα σε σάκους.
Με την αμφιλύκην της εσπέρας είχεν ιδεί ο Πάπος, πέραν εκεί, ανοικτά, εις το πέλαγος, ένα πράγμα ωσάν φελλόν, ωσάν κέλυφος καρυδίου, να παραδαίρνη και να κατέρχεται εις τον αφρόν των κυμάτων. Λευκόν ιστίον όχι, αλλά μαύρον πράγμα, ως μίαν κηλίδα. Ύστερον επυκνώθη η αμφιλύκη και έγεινε νυξ.
Χωρίς να προφέρη λέξη γύρισε και πήγε στη μικρή κάμαρα του Σβεν. Έμεινε πολλή ώρα εκεί κι όταν ξαναγύρισε, είδα πως είχε κλάψει, όχι όμως από θλίψη. Εκεί όμως που καθόμουνα μόνος και την περίμενα, συλλογίστηκα πως δεν είχε ανοίξει ποτέ μπροστά μου την πόρτα της μικρής κάμαρας και να μπη μέσα να κάμη την προσευχή της.
Βρίσκει την πόρτα κλειστή. Εκεί που χτύπαγε, έφθασε η γειτόνισσα και τούφερε το κλειδί και του τα πρόκαμε όλα με το νι και με το σίγμα.
Όταν δε τα ανέφερον, οργισθείς ο Καμβύσης, εξεστράτευσεν αμέσως επί τους Αιθίοπας, ούτε προμήθειαν τροφίμων παραγγείλας, ούτε σκεφθείς ότι έμελλε να μεταβή εις την μάλλον μεμακρυσμένην χώραν της γης, αλλ' ανεχώρησεν άμα ήκουσε τους ιχθυοφάγους ως τρελός, ως άφρων, διατάξας τους εις την Αίγυπτον Έλληνας να μείνωσιν εκεί και λαβών μεθ' εαυτού όλον τον πεζόν στρατόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν