Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· τότ' ο αργοφόνος έφθασεν, ο μηνυτής Ερμείας, με των μνηστήρων ταις ψυχαίς, 'που φόνευσ' ο Οδυσσέας. 100 κ' οι δύο κείνοι εθαύμασαν και προς αυτούς κινήσαν· του Αγαμέμνονα η ψυχή τον ένδοξον, άμ' είδε, εγνώρισε Αμφιμέδοντα, του Μελανέα γόνον, 'που, της Ιθάκης κάτοικος, δεχθή τον είχε ξένον· εκείνον επροσφώνησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· 105 «Τί πάθημ', Αμφιμέδοντα, σας έρριξετον Άδη; όλοι εκλεκτοί και ομήλικες! οπούτην πόλιν άλλο δεν θαύρισκες, αν διάλεγες, όμοιο λογάρι ανδρείων. μη μες τα πλοία σύντριψεν εσάς ο Ποσειδώνας με κύματα, οπού σήκωσε μακρά και ανεμοζάλη, 110 ή εχθροίτην γη σας χάλασαν, ενώ βώδια και αρνία εσείς αρπάζετε απ' αυτούς, ή ενώ κείνοι την πόλι και ταις γυναίκαις από σας να σώσουν πολεμούσαν; 'ς το ερώτημά μου απάντησε, και ξένος σου καυχώμαι. και δεν θυμάσαι σπίτι σου πώς ήλθα με τον θείον 115 Μενέλαο, να πείσουμεν εμείς τον Οδυσσέα, να 'λθη με τα κολόστρωτα καράβιατην Τρωάδα; κ' εις ένα μήνα σχίσαμε τα πέλαγ', αφού μόλις του Οδυσσέα πορθητή μαλάξαμε την γνώμη».

Και ομοίωςόλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθητο σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας. και άδολην ως εγνώρισε την γνώμην των εκείνος, 205 το στόμα πάλιν άνοιξεν, ωμίλησέ τους κ' είπε· «Έφθασα, ιδού με, αυτός εγώ, 'που, αφού πολλά 'χω πάθει, ήλθα τον χρόνον εικοστόντην γη την πατρική μου. ξεύρ' ότι από τους δούλους μουεσάς τους δύο μόνον έφθασα περιπόθητος· ουδ' άκουσα απ' εκείνους 210 κανέναν άλλον να ευχηθή να φθάσωτην πατρίδα. και ό,τι θα γείνη αληθινάεσάς θα φανερώσω· αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, του καθενός τότε από σας εγώ θα δώσω νύμφην, κ' εδώ σιμά μου κτήματα και ωραία κατοικία, 215 και φίλοι θάσθε και αδελφοί του υιού μου Τηλεμάχου, κ' ιδού, σημάδι φανερό τώρ' άλλο θα σας δείξω, να με καλογνωρίσετε, να μη διστάζη ο νους σας, το λάβωμ' οπού μ' άνοιξε με λευκό δόντι χοίρος, 'ς τον Παρνασό, 'που τα παιδιά με πήραν του Αυτολύκου». 220

Η βασίλισσα επάνω εις αυτά τα λόγια εστοχάσθη τον υδρωπικόν, και εγνώρισε τον Καπιτάνιον που την είχεν αγοράσει. Αυτή εκαμώθη πως δεν τον εγνώρισε καθώς έκαμε και με τους άλλους, και τον άφησε διά να ακολουθήση την ομιλίαν του με τον ακόλουθον τρόπον. Στοχάζομαι το λοιπόν, ακολούθησεν εκείνος να λέγη, ότι η αρωστία μου θα είνε μία δικαία παίδευσις του Ουρανού.

Κατ' αυτόν δε τον τρόπον είναι δυνατόν και όσα κανείς προ πολλού είχε μάθει και τα εγνώριζε, να τα μάθη και πάλιν αυτά τα ίδια, αποκτών πάλιν την επιστήμην εκάστου και κρατών πρόχειρον εις τον νουν του τόρα, αυτήν την οποίαν εγνώρισε προ πολλού. Θεαίτητος. Πραγματικώς. Σωκράτης.

Και από την κατά μέρος ανάγνωσιν εκάστου τραγουδιού και από την μελέτην όλης της συλλογής εν γένει η ιδία ισχυρά εντύπωσις γίνεται εις τον αναγνώστην, της ζωντανότητος και της εκφραστικότητος κόσμου ολοκλήρου ποιητικού, πλουσιοτάτου και γραφικωτάτου τον οποίον κατά βάθος εγνώρισε και εμελέτησε, ζωηρώς δε ησθάνθη και αναπαριστά εις τα τραγούδια του ο ποιητής.

ΕΔΓΑΡ Αυτά τω όντι φαίνονται ο κολοφών της λύπης εις όποιον πράγματα πικρά δεν αγαπά ν' ακούη. Αλλ' έχω κι' άλλα να ειπώ διότι κι' άλλη πίκρα ήλθε ν' αυξήση το κακόν και να το κορυφώση. Ενώ 'θρηνούσα κ' έκλαια, εμβαίνει μέσα ένας, που άθλιον μ' εγνώρισε και καταφρονημένον κι' ως τότε με απέφευγε με φρίκην.

Καλλίτερα την ξερριζώνη την καρδιά του, παρά να την ακούση να του μιλήση πλιο για την Σμαραγδούλα για την πιο άσπλαχνη, την πιο σκληρή γυναίκα που εγνώρισε στη ζωή του.

Κ' ήλθε η ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία• 90 σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο• μ' εγνώρισε και μου 'πε• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, ει πάλιν, ω ταλαίπωρε, από το φως του ηλίου ήλθες να ίδης τους νεκρούς, τον άτερπνο τον κόσμο; σύρου απ' τον λάκκο, το σπαθί βάστα μακρυά, να πίω 95 από το αίμα, να σου ειπώ κατόπι την αλήθεια».

ΧΕΛ. Και γιατί τώρα αυτός έκαμε τον Κλεινίαν να τραβηχτή από σένα; ΔΡΟΣ. Δεν ξέρω, Χελιδόνιον• αλλ' ενώ το παιδί δεν εκοιμήθη ποτέ με άλλην, αφ' ότου εγνώρισε γυναίκακαι η πρώτη γυναίκα που πλησίασε ήμουν εγώέχει τρεις ημέρες τώρα να φανή εδώ.

Αυτοί δε και αθέλητα, κατάγιαλα κινώντας, 'Σ των Μυρμηδόνων ταις σκηναίς, καιτα καράβια πήγαν Τον ηύραντο καράβι του σιμά καιτην σκηνήν του Καθήμενον τους είδ' αυτός, και δεν επαραχάρη. Φοβήθκαν, και συστάλθηκαν αυτοί τον βασιλέα, Και στάθκαν· δεν τον 'ρώτησαν τίποτε, ούτε είπαν. Εκείνος όμως με τον νουν τ' εγνώρισε, κ' εφώναξ'. Χαίρετε, κήρυκες, Διός μηνύτορες κι' ανθρώπων.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν