Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Όλα ήσαν χαρούμενα και γελαστά μέσα στο μεγάλο περιβόλι και μόνο η ωραία βασίλισσα είχε τον πόνο της, ανάμεσα στην ξένη χαρά, και τα δάκρυά της έσταζαν σαν δροσιά απάνω στα φύλλα των λουλουδιών. Τα δένδρα και τα λουλούδια ήξεραν τον πόνο της. Οι λίμνες και τα ποταμάκια γνώριζαν τον καϋμό της.
Στα μάτια του μέσα, έλαμπε σαν ανοιξιάτικη δροσιά, ανάμεσα σε φύλλα τριανταφυλλιού, ένα αναγάλλιασμα, που δεν μπορεί να γραφτή.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ Συ δεν είχες πίστι δώση πως θεές είνε και τούτες, ούτε ο νους σου το είχε βάλη. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Όχι, όχι μα τον Δία• εγώ είχα γνώμην άλλη, πως καπνός, δροσιά κι' ομίχλη ήτανε μονάχ' αυτές. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ε, 'ς αυτό δεν έχουν δίκηο; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα σαν είν' αυτές Νεφέλες, πώς τους ήλθε, πες μου, κ' ήλθαν όπως κ' η θνητές κοπέλλες, με το να μην είν' κι' αυτές σαν και τούτες της θνητές;
Εφύσαε στα ζωντανά και στα χορταρικά παντού, ζωή και δροσιά και χαρά και νειότη. — Νάτα! είπ' ένας μακελάρης ξάφνου. — Νάτα! μου λέει κι ο φίλος πλάι, αναπηδώντας δίπλα μου σα λαβωμένος λαγός. Ακούστηκε τόρα φοβερό ποδοβολητό καταπέρα, κ' ετίκλωσε μες τις ελιές ο αέρας από σύγνεφα μπουχούς. Κολώνες ουρανοθεμέλιωτες εσηκώθηκαν στον κάμπο κάτω ασβόλες και χώματα, σαν από φριχτό σιφουνικό.
Έφεγγε 'μέρα ζηλευτή, 'Σάν μια παρθένα λατρευτή, Που την χρυσόν' η νιότη, Κοντά 'ς το γλυκοχάραγμα, Που τα βουνά γελούνε, Πέφτει της νύχτας η δροσιά, Κ' αρχίζουν όλα τα πουλιά, Να γλυκοκελαϋδούνε. Σε μιας μυρτιάς το ρίζωμα 'Κοιμώντανε μια κόρη, Λευκή, 'σάν κρίνος, γαλανή. Πούχε την κόμη καστανή, Και κάτασπρα εφόρει. Έν αηδόνι έξαφνα 'Ψηλά της, 'ς το κεφάλι.
Να τόνε κλαιν τα μάτια της, να τον φιλούν' τα χείληα!! Νάτην, αρχίζει η &έξοδος&. 'Ξυπνούν' του οχτρού τ' ασκέρια, Και η φωναίς κι ο αλαλαγμός ακούγονται 'ς τ' αστέρια. Όσοι γλυτώσαν, γλύτωσαν. Τους άλλους σκοτωμένους Μέσα 'ς τα Τούρκικα κορμιά, αγνώριστους, θαμμένους, Θε να τους κλάψη αύριο η αυγή με τη δροσιά της.
Και να τραγουδήση, επόθησε, καθημένη υπό την ελαίαν της αμπέλου της, υψηλά εκεί επάνω εις την σκοπιάν, λυτήν φέρουσα την μανδήλαν της, να δροσίζη τον λαιμόν της, τον κάτασπρον όλον, της πρωίας η δροσιά, και ν' ανεμίζωνται τα κλώνια εις το στήθος της. Να φάγη εκεί ψωμί και μήλα από τα πρώιμα, γεύμα λιτόν και εύοσμον.
Εγώ και στους δρόμους σεργιανίζω, πηγαίνω, τρέχω, τώρα μάλιστα που είναι και λίγη δροσιά. Πολύ μ' αρέσει. Δε διαβάζουν όμως εδώ. Το κακό αφτό είναι. Διαβάζουνε τίποτις βιβλία, ρομάντζες; — Διαβάζουν σατυρικάς εφημερίδας πολύ. — Δε διαβάζουνε λοιπόν και ρομάντζες; Έχουν άδικο. Εμείς για τις κυρίες γράφουμε. Πρέπει εκείνες να μας διαβάζουνε. Δεν το λέω για μένα μονάχα· το λέω για όλους μας.
Θα ερωτευτεί α φ ο ύ λογαριάσει και της έρθει στο λογαριασμό ο άντρας που απαντά. Πάντα ορίζει τον εαυτό της, και στις τρέλλες της ακόμα. Ζουμερή δεν είναι, είναι ξερή. Η δροσιά της είναι η χάρη της, ενώ της άλλης η δροσεράδα είναι το ασυλλόγιστο και σύγκαιρα στοχαστικό της σκέψης.
Να 'βγη τ' αγέρι απ' ταις σπηλιαίς να χύση τη δροσιά του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν