Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Στο περιβόλι μας εκεί κάτω! Στο περιβόλι μας είναι πίσω συκιές και πλατάνοι. Μα έχει μια πόρτα δεξιά ο μπαξές, μια πόρτα που βγαίνει πλάγι στο δρόμο, στο δρόμο δεξιά μεριά, μια πόρτα μικρή, καταραμένη. Άνοιξα και μπήκα τότες εγώ. Είναι ίσκιος και δροσιά στο περιβόλι μας πίσω. Τι αγαθό που είναι το περιβόλι! Τι καλοσύνη που την έχει η αβγή! Γλυκοχαράζει για να χαίρεται ο κόσμος.
Βόσκουν αυτά με την δροσιά και με το κρύο της νύχτας Σε γούπατον, σε λαγκαδιά και 'ς όχτους απλωμένα. Γλυκός γλυκός αντίλαλος χύνεται απ' τα κουδούνια, Κάποτε ο νυχτοκόρακας, κάποτε αγρίμι σκούζει, Κάποτε σκύλου βάβυσμα βαθιά βαθιά γροικιέται Μέσ' 'ς τη μαυρίλα την πυκνή.
«Ωιμέ, και τι θα πάθω, τι μου μέλλεται 'ς το τέλος; 465 κ' εάν την άγρια νυκτιά περάσω 'ς το ποτάμι, η πάχνη μήπως η κακή και η μαλακή δροσία μ' απονεκρώσουν την ψυχή, 'που 'ναι μισοσβυμμένη• και αύρα ψυχρή το χάραμμα απ' το ποτάμι πνέει. και αν πάλι εις ράχιν αναιβώ, και 'ς τον κατάσκιο λόγγο 470 αναπαυθώ μες τα πυκνά δενδρούλια, αν ξεκρυώσω, και ξεκουράσω, και γλυκός ο ύπνος με νικήση, θεριά φοβούμαι μη μ' ευρούν και με κατασπαράξουν».
Άξαφνα βλέπει το φεγγάρι να βγαίνη σα δρεπάνι ολοκαίνουργο από τα στήθια του Σέχη και να χώνεται μ' ορμή στα δικά του. Ο πόθος του δροσίστηκε πάραυτα. Και μ' εκείνη τη δροσιά ένα δέντρο εφύτρωσε. Έβγαλε φύλλα, έβγαλε κλαδιά και παρακλάδια, σκέπασε σαν ουρανός κάμπους και θάλασσες, χώρες και χωριά, βουνά και ποτάμια.
»Θυμάσαι, ανήλικο μ' είχε πετάξη 'Σ το δρόμο η μοίρα μου, μικρό, μικρό, Τη μάνα οι άπιστοι μούχανε σφάξη 'Σ το λόγγο εκρύφτηκα γυμνό, ορφανό.» Εδώ επρωτώρθαμε... Μ' ακούς πατέρα;... Εδώ μ' ανάστησες νεκρό, φτωχό. Εδώ με πότισες δροσιά κι' αγέρα Μ' έκαμες έλατο, πατέρα εδώ.» «Πρώτος συ μώδειξες του εχθρού την όψη Και συ μ' εβάφτισες μες 'ς τη φωτιά.
Εκείνο το τρέμουλο φαίνεται ότι τον ενόχλησε τόσο που σηκώθηκε, ακούμπησε το χέρι του στον ώμο λέγοντας: «Ας βγούμε, πάμε να πάρουμε λίγη δροσιά.» Πήγαν να δροσιστούν∙ τα βήματά τους αντηχούσαν μέσα στη σιωπή όπως εκείνα της νυχτερινής περιπόλου.
Τα πήρα στην αμασκάλη μου, έσβυσα το καντήλι, βγήκα και κλείδωσα την πόρτα. Τρέχω στο κελλί και ξυπνώ τον Καλόγερο και του δίνω το κλειδί. — Τα διάβασα όλα, του είπα, κ' είναι δικά μου. Ορίστε αυτό το τάλλαρο για την καλωσύνη σου. Πηγαίνω τώρα στον αγωγιάτη μου, να ξεκινήσω με τη δροσιά. Έχε γεια, και προσκυνήματα στον Ηγούμενο. Κ' έφυγα με τα χαρτιά του Γεροδήμου μαζί μου.
Και μία μισόξηρη ακακία που στάζουν τα φύλλα της μαύρη δροσιά, σαν να κλαίη τον Βασιλέα μας με μαύρα δάκρυα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν