United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν πειράζει. Οι Βόθροι δεν είναι μακριά· ας διούμε και κει πώς μιλούνε. Νύχτωσε. Πρέπει ακόμη να κάμης κουράγιο, ώςπου να φτάσης κάτω στη ρεματιά, γιατί εκεί κάτω είναι οι Βόθροι, ανάμεσα σε δυο βουνά.

Βουνά με τα δένδρα των και χωριά με τα σπίτια των όλα έφευγον, ως να τα είχε παρασύρει το ρεύμα του Ελλησπόντου ακατάσχετον. Έτρεχε το ρυμουλκόν ολοταχώς, έτρεχε και η σκούνα μαζί όπισθέν του, καμαρώνουσα, δεμένη, χαίρουσα. Νεόνυμφη που την εχόρευε ο μικρός κουμπάρος της, το ρυμουλκόν με συρματένιο μανδήλι.

Πρώτη φορά θωρούσαν τον κόσμο κ' ήθελαν όλα να τα πούνε, να τα πουν όλα με μιας. Οι μεγαλοπολίτες όμως λαλούσαν τη γλώσσα που λαλούνε στους κάμπους και στα βουνά. Έτσι, λέω, να το πιάσουμε και μεις γιατί κ' η ψυχή της Ρωμιοσύνης πώς θα κάμη, πώς θα φανή, αν της σηκώσουμε τη φυσική λαλιά της; Φτάνει να μας αφήσουν ήσυχους οι δασκάλοι και να μη χαλνούν τη γλώσσα του κάμπου και του βουνού.

Πρέπει λοιπό να τραβηχτούν οι αποτονιές πρι να ξεμπλεχτή το μουγκρί, κι αυτό κάμναμε. Ύστερα, σα ξημέρωνε, ρίχταμε τις αποτονιές της ημέρας. Ξέραμε πού κατεβαίνανε τα λαβράκια, πού τριγύριζαν οι συναγρίδες, και κει τις ρίχταμε. Ύστερ' ανεβαίναμε κατά το χτήμα, ότι άρχιζε να χρυσώνη ο ήλιος της Ανατολής τα βουνά.

Η κυμαινομένη τότε ομίχλη εσχίσθη εις δύο και τα πέριξ της Νεκράς θαλάσσης επεφάνησαν. Η αυγή υψουμένη όπισθεν της Μαχαιρουσίας εφώτισε μετ' ολίγον την αμμώδη όχθην της λίμνης, τους λόφους, την έρημον, και απωτέρω όλα τα βουνά της Ιουδαίας με τας τραχείας και τεφράς επιφανείας των.

Μια μέρα φθάσαμε ανατολικώτερα σάλλη κοιλάδα που τη λένε Λάπαθο. Άλλη μέρα κάναμε κάτι δυσκολώτερο και τολμηρότερο· ανεβήκαμε στον Αφέντη. Η μαδάρα κείνη είνε η ψηλότερη και πειο κεντρική κορυφή της Δίκτης· κεπειδή ξεπερνά στο ύψος όλο τα γύρω βουνά, το θέαμα που παρουσιάσθη μπροστά μας ήτο διάπλατο και μέγιστο.

Οι κάτοικοι του μέρους εκείνου, περικυκλούμενοι από υψηλά βουνά διεφύλαξαν μέχρι σήμερον τα απλά και ενάρετα ήθη των προγόνων των· νυμφεύονται νέοι, την ημέραν κάμνουν ωρολόγια και την νύκτα παιδία, κατά δε τας μεγάλας εορτάς χορεύουν εις την αυλήν αρχαίου τινός αρχοντικού πύργου.

Τ’ αγροίμια ξεφωλιάζονταν, προντούσαν τ’ αγριοπούλλια, Κι’ ο κουρνιαχτός σηκόνονταν και πήγαινε τ’ αψήλου, Σα να είταν σύννεφο βαρύ, μαύρος καπνός κι’ αντάρα... Κι’ εκεί που γοργοδιάβαινε και γοργοπερπατούσε, Ένα θεριό καβάλλησε κι’ έπιασε εφτά λιοντάρια, Ξελάκκωσε τρία Βουνά, τα τρία στην αράδα, Και μες στα ξελακκώματα γύρισε εννιά ποτάμια, Ποτάμια γοργορρέματα μ’ αφρούς και καταράχτες, Κι’ έτρεχαν χώρες και χωριά, κι’ έτρεχαν πολιτείες Να ιδούν της Χήρας το παιδί, να ιδούν το παλληκάρι, Που διάβαινε σα διοσημειό, δα θεϊκό μεγάλο.

Εις τούτον Άγγελοι χρυσοί τας πτέρυγάς των σμίγουν με μουσικάς ευμόλπους, ο δ' Αβραάμ και Ισαάκ 'στούς ευσεβείς ανοίγουν χαριτοβρύτους κόλπους. 'Στόν άλλον όρη και βουνά με μέλι και πιλάφι και Οδαλίσκαι που στιγμή δεν κάνουν και νισάφι, και αν επλάσθης με ροπήν προς την πολυγαμίαν εκάστην ώραν ειμπορείς ν' αλλάζης κι' από μίαν.

Στα ξένα καιστα ξένα και στα μακρινά, περνούνε χώ περνούνε χώρες και βουνά, μα δε βρήκανε κονάκι, σαν κι αυτό το χωριουδάκι. Στην κάμαρα της Αρετούλας. Στέκεται η Αρετούλα, και κοιτάζοντας κάποτε στον καθρέφτη βγάζει τα διαμαντικά της και τα φλουριά της. ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ύστερα ΔΕΣΠΩ Αρετ. Χρόνος δεν τα φέρνει όσα μιαν ώρα μπορεί και τα φέρνει.