United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είναι και πάλι άδικο; Ποτέ δεν εδικαιολογήθη, και οι Βαρώνοι του τόπου σου σας κατηγορούν και τους δυο. Συμβούλεψέ τη καλλίτερα να ζητήση μόνη της την κρίσι του Θεού. Τι θα της στοιχίση, μια κ' είναι αθώα, να ορκισθή στα οστά των Αγίων ότι δεν έσφαλε ποτέ της. Ή να πιάση ένα σίδερο κοκκινισμένο στη φωτιά; Έτσι το θέλει το έθιμο.

Την ωρισμένη μέρα, όταν οι βαρώνοι συναθροίσθηκαν στην θολωτή σάλα του ανακτόρου, και ο Βασιληάς Μάρκος κάθησε στο θρόνο του, ο Μόρχολτ μίλησε έτσι: «Βασιληά Μάρκο, άκουσε για τελευταία φορά το μήνυμα του Βασιληά της Ιρλανδίας και κυρίου μου. Σου παραγγέλνει να πληρώσης επί τέλους τον φόρο που του οφείλεις.

Και ο Τριστάνος γονατίζει και ταπεινώνεται στα πόδια του. «Έλεος για τη Βασίλισσα. Γιατί αν στο παλάτι σου βρίσκεται κανείς που νάχη την τόλμη να υποστηρίξη το ψέμμα ότι την αγάπησα ποτέ μένοχο έρωτα θα μεύρη μπροστά του ολόρθο, σε κλειστό χώρο. Μεγαλειότατε, χάρι γι' αυτήν, για τόνομα του Μεγάλου Θεού». Αλλά οι τρεις βαρώνοι τον δένουν με σκοινιά, αυτόν και τη Βασίλισσα.

Οι βαρώνοι έκλαιγαν από λύπη για τον αντρείο, και ντροπή για τον εαυτό τους. «Α! Τριστάνε, έλεγαν, τολμηρέ βαρώνε, για τι να μη δεχτώ καλλίτερα εγώ αυτόν τον αγώνα; Ο θάνατός μου θάρριχνε λιγώτερο πένθος στη χώρα». Η καμπάνες χτυπάνε, και όλοι, οι βαρώνοι και οι άνθρωποι του λαού, γέροι, παιδιά, και γυναίκες, με κλάμματα και ευχές, συνοδεύουν τον Τριστάνο ως την παραλία.

Οι βαρώνοι τον αγαπούσαν, και απ' όλους πειο πολύ, καθώς θα το ιδούμε παρακάτω, ο Αυλάρχης Ντινάς ντε Λιντάν. Αλλά τρυφερώτερα ακόμη από τους βαρώνους και τον Ντινάς ντε Λιντάν, τον αγαπούσε ο Βασιληάς. Μ' όλη του όμως την τρυφερότητα, ο Τριστάνος δε μπορούσε να παρηγορηθή που είχε χάσει τον πατέρα του το Ρόχαλτ και το δάσκαλό του Γκορνεβάλη, και την πατρίδα του, το Λοοννουά.

Όταν γύρισε ο Τριστάνος, ο Μάρκος και όλοι του οι βαρώνοι είχαν μεγάλο πένθος. Γιατί ο Βασιληάς της Ιρλανδίας αρμάτωσε μεγάλο στόλο για να λεηλατήση την Κορνουάλλη, αν ο Μάρκος εξακολουθούσε ν' αρνιέται, όπως τώκανε δω και δέκα πέντε χρόνια, να πληρώση ένα φόρο που έδιναν τον παληό καιρό οι πρόγονοί του.

Ραβδί και κεφάλι έσπασαν μαζύ κομμάτια, κι' ο Περινίς, ο Ξανθός, ο Πιστός, έσπρωξε με το πόδι το πτώμα μέσα στο λάκκο τον σκεπασμένο με φύλλα. Την ωρισμένη μέρα, ο Βασιλιάς Μάρκος, η Ιζόλδη και οι βαρώνοι της Κορνουάλλης, καβάλλα στα υπερήφανα άλογά τους, έφθασανλαμπρή συνοδείαστον Άσπρο Κάμπο, μέχρι τον ποταμό.

Τινταγκέλ, φώναξε ο Τριστάνος, ο Θεός να σ' ευλογήση σένα και τους άρχοντές σουΆρχοντες, εδώ άλλοτε ο πατέρας του ο Ριβαλάν, με μεγάλη χαρά, είχε πάρει την Μπλανσεφλέρ. Αλλάαλλοίμονο! — ο Τριστάνος δεν το ήξευρε. Όταν έφθασαν κάτω από τη μεγάλη σκοπιά του πύργου, τα σαλπίσματα των κυνηγών αντήχησαν, και αμέσως κατέβηκαν στης πόρτες οι βαρώνοι κι' ο ίδιος ο Βασιληάς Μάρκος.

Γιατί δε θα πρόφθανα καλά-καλά να ορκιστώ, κι' οι βαρώνοι σου θα ζητούσαν να μου επιβάλετε καμμιά καινούργια δοκιμή, και ποτέ τα βάσανα μας δε θάπερναν τέλος. Αλλά δε θα τολμήσουν πεια, αν ο Αρθούρος κι' οι ιππότες του γίνουν εγγυηταί της δίκης».

Ο Ριόλ σηκώνεται πάλι στα πόδια, αλλά ο Τριστάνος μ' ένα χτύπημα πειο δυνατό σχίζει την κάσκα, και το κεφάλι μένει ακάλυπτο. Ο Ριόλ ζητάει ψυχικό, παρακαλεί να του χαρίση τη ζωή, κι' ο Τριστάνος πέρνει το σπαθί του. Καιρός ήτανε, γιατί απ' όλες της μεριές οι βαρώνοι της Νάντης έτρεχαν να βοηθήσουν τον κύριό τους. Αλλά ο κύριός τους ήτανε πεια παραδομένος, αιχμάλωτος.