Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Επεριπάτησα το λοιπόν εις ένα λόγγον, που είδα από μακρόθεν, και φθάνοντας εκεί εις την μέσην του είδα ένα καστέλλι πολλά καλά φτιασμένον, και περιτριγυρισμένον από πλατειά και βαθειά χαντάκια γεμάτα από νερόν, του οποίου η γέφυρα η σηκωτή ήτον χαμηλωμένη.

Μ' αυτά τα λόγια δείλιασεν εκείνος ταις γυναίκαις• 340 τους κόπηκαν τα ήπατα, 'ς τα δώματα εσκορπίσαν τρέμοντας, ότι επίστευαν πως την αλήθειαν είπε. καιτους φανούς, οπ' έκαιαν, ορθός έμεν' εκείνος να φέγγη, και όλους έβλεπετο πρόσωπ', αλλ' ο νους του άλλα κινούσ', οπ' άπρακτα κατόπι δεν εμείναν. 345 Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπητα σπλάγχα ο πόνος. κ' επείραζεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου, τον Οδυσσέα πρώτ' αυτός, για να γελούν οι φίλοι• 350 «Προσέξετε, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, να φανερώσω εγώεσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. θεόθεν ήλθ' ο άνθρωποςτο δώμα του Οδυσσέα• κύττ', όπως λάμπουν τα δαδιά και η κεφαλή του λάμπει, ότι μεγάλην ή μικρή τρίχα δεν έχει μία». 355

Για την αρετή όμως, για τη θυσία, για τον αληθινό πατριωτισμό, για την πολεμική, και τέλος για τη βαθειά την Πολιτική, που μήτε στα χρυσά τους χρόνια δεν την καλόνοιωσαν οι Έλληνες, έδρα το Πανεπιστήμιο εκείνο δεν είχε. Αρετές πεθαμμένες αυτές, κι ο Μάρκος θάματα δεν μπορούσε να φτειάξη.

ΡΩΜΑΙΟΣ Και διατί, αγάπη μου, να μου την πάρης πίσω; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Διά να έχω μοναχά να σου την ξαναδώσω. Αλλά γυρεύω του κακού το πράγμα οπού έχω. Είν' η αγάπη μου βαθειά 'σαν πέλαγος, κ' εξ ίσου και η φιλοδωρία μου 'σαν πέλαγος μεγάλη, και όσον περισσότερον σου δίδω, τόσον μένει, διότι ανεξάντλητα τα έχω και τα δύο. Ακούω μέσα θόρυβον.

Πού τώρα να πετάξω και να φύγω, σε ποιά μεριά βαθειά και σκοτεινή, το πετροβόλημα για να γλυτώσω μαζύ με του θανάτου την ποινή; Πού θάβρω τώρα ενός πλοίου πρύμη ή γρήγορο τετράλογο αμάξι; Αλλοίμονο! δεν θα σωθώ, αν ίσως δεν θέλει ο θεός να με φυλάξη. —Τι σε προσμένει για να πάθης τώρα και συ, δυστυχισμένη μου κυρά! Μα είναι δίκηο να τιμωρηθούμε που ηθέλαμε την ξένη συφορά!

Όλοι για παιχνίδι την έπαιρναν τη βαθειά και την τρυφερή εκείνη την αγάπη! Έκαμαν το σταυρό τους σαν άκουσαν την είδηση, κ' η μάννα μου, κ' η Αννούλα. Έκαμαν το σταυρό τους, και σύχασαν. Άμα είταν άγιος στη μέση, λόγος δεν έπεφτε κανενός. ...Σιγά σιγά ξανάρχισαν πάλι την ομιλία.

Και από κάθε θύρα, Που ανοίγεται, βγαίνουν μορφαίς γελούμεναις λουσμέναις. Γλυκαίς καλοντυμέναις. Κρατούντα χέρια τους κηριά, λαμπάδες. 'Στή ματιά τους Λάμπ' η χαρά που 'νοιώθουνε βαθειά μέσ' την καρδιά τους 'Ξημέρωναν Χριστούγεννα.

Χτυπάει τα πανιά, στριφογυρίζει το καράβι. Οι ναύτες τρέχουνε στο «προσήνεμο» και με θλιμμένη καρδιά, κάνουν πίσω. Λυσσάει ο άνεμος. Τα βαθειά κύμματα αναταράζονται, ο ουρανός σκοτεινιάζει βαθειά, μαυρίζει η θάλασσα, κ' η βροχή πέφτει κατακλυσμός. Σκοινιά και κατάρτια τσακίζονται, οι ναύτες χαμηλώνουν το πανί, κι' αφήνονται στη διάκρισι των κυμάτων και του ανέμου.

Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων ωλιγόστευεν επάνω, καθ' όσον υψούτο η σελήνη, και η αηδών ηκούετο μινυρίζουσα βαθειά εις τον μυχόν του δάσους, και ο γκιώνης μη δυνάμενος να διαγωνισθή προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε προς καιρόν το θρηνώδες άσμα του.

Το μάτι της λίμνης, βέβαια, επανέλαβεν ο αγρότης· είνε μες τη λίμνη βαθειά! . . . κι' άμα πέση κανείς μέσα, ή άνθρωπος είνε ή πράμμα, δεν έχει να γλυτώση . . . Το μάτι της λίμνης τον τραβά, τον ρουφάει, και το μάτι της λίμνης βγαίνει τα-ίσα στον αφαλό της θάλασσας.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν