United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παιδιά! τη βάρκα στη θάλασσα· φωνάζει ο καπετάνιος της πρώτης φρεγάδας. Α — λά τα χέρια στα κουπιά· εβγάτε έξω στα σπηλάδια, καμακίστε χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώστε αχινούς, συνάχτε καβούρους, ξεκολλήστε στρείδιααγνά ό,τι βρήτε! Το είπε κ' έγινεν ευθύς.

Ο Πάπος ήλπισεν, επίστευσεν, ότι εκείνο το μελανόν σημείον ήτο, χωρίς άλλο, η βάρκα η φέρουσα τον πατέρα του.

Μόνο, καθώς περνούσε η βάρκα δίπλα από ένα καΐκι, φορτωμένο με κερεστέ, που μια φελούκα πάσχιζε σέρνοντας το να το βγάλη απ' τη μπούκα του λιμανιού, δυο ναύτες σκύψανε απ' το παραπέτο, κάτι ρωτήσανε, κουνήσανε τα κεφάλια, και γυρίσανε στη δουλειά τους.

Το τελευταίο όμως βράδι, όταν το αυγουστιάτικο φεγγάρι έπαιρνε να χαθή πια, κατεβήκαμε μόνοι μας στο ακρογιάλι και μπήκαμε στη βάρκα. Με το νυχτερινό αεράκι ανοιχτήκαμε όξω από το μαύρον κόλπο, όπου το χλωμό μισοφέγγαρο άπλωνε αστραφτερές γραμμές και τριγύρω τα δέντρα στέκανε τόσο σκοτεινά και παράξενα, παίρνοντας σχήματα διαφορετικά από κείνα που τους έδινε το φως της μέρας.

Σύντομα, μας έσυραν απάνου σε βάρκα, μας έφεραν κάμποσο διάστημα μεσοθαλασσής, όπου είχαν έτοιμο καραβιού παλαιό σκαφίδι σαρακιασμένο, γδυμένο, δίχως άρμενα, δίχως σχοινιά, δίχως κατάρτι· ως και οι ποντικοί το είχαν αφήσει από φυσικό φόβο· αυτού μας έστησαν να φωνάζουμε της θάλασσας, που εμούγκριζε κατά μας, να στενάζουμε των ανέμων, οπού, σπλαχνικά αντιστενάζοντας, με την αγάπη τους άλλο δεν έκαναν ειμή να μας πειράξουν.

Η νεαρά γυνή, αφού εκάθισεν, ως συνέχειαν της προ μικρού εκφρασθείσης ανησυχίας της περί αναζητήσεως της βάρκας εκ μέρους του ιδιοκτήτου, ευθύμως εξέφερε και την σκέψιν της ταύτην: — Ο καραβοκύρης θα γυρεύη τη βάρκα του, κι' ο μπάρμπα-Μοναχάκης θα γυρεύη το Λιαλιώ του. Ο νέος εμειδίασε. Μπάρμπα-Μοναχάκης ήτο το όνομα του συζύγου της. Λιαλιώ εκαλείτο η ιδία.

Έφτασε σιγά-σιγά κάτω στο γιαλό και πέρασε την ξύλινη σκάλα. Η «Μαχώ» η βάρκα του τον περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη απάνω στα νερά. Σαν πέσανε τα μάτια του απάνω της τούρθανε τα κλάματα. Στάθηκε και κούνησε το κεφάλι του, το γέρικο κεφάλι με τάσπρα μακρυά μαλλιά, το κούνησε λυπητερά και κατάπιε μέσα του τα δάκρυά του. Έλυσε το σχοινί και πήδησε μέσα, όπως έκανε πάντα.

Ο Κακαμπός, που έδινε πάντα καλές συμβουλές σαν τη γριά, είπε στον Αγαθούλη: — Δε μπορούμε πια, περπατήσαμε αρκετά, βλέπω μια μικρή βάρκα στην όχθη, ας τη γεμίσουμε κοκοκάρυδα, ας ριχτούμε εμείς μέσα κι' ας αφεθούμε στο ρέμα να μας πάη· ένα ποτάμι φέρνει πάντα σε κάποιο κατοικημένο μέρος. Αν δε βρούμε πράγματα ευχάριστα, θα βρούμε τουλάχιστο πράγματα νέα.

Ήλπιζαν ακόμη, γιατί στην καρδιά του ανθρώπου η ελπίδα ζη με το τίποτε. Ο Τριστάνος ανέβηκε μονάχος σε μια βάρκα και τράβηξε κατά το νησί του Αγίου Σαμψών. Ο Μόρχολτ είχε υψώσει στο κατάρτι του ένα πανί από πλούσια πορφύρα. Πρώτος έφτασε στο νησί. Έδενε τη βάρκα στην παραλία, όταν ο Τριστάνος πηδώντας κι' αυτός στη στεριά έσπρωξε με το πόδι τη δική του κατά τη θάλασσα, μέσα.

Έχει αγρυπνία ο παπά-Φραγκούλης, κ' είνε κόσμος εκεί. Αν μπορούσα κ' εγώ θα έμενα. Μα δεν είχα την άδεια απ' τον Κουμπή. Μεγάλη βάρκα, με έξ κουπιά, επερίμενεν εις την ρίζαν του θαλασσοκτισμένου Κάστρου, δίπλα εις ένα χαμηλόν και τριμμένον πατημένον βράχον, σχηματίζοντα φυσικήν αποβάθραν.