Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουλίου 2025


Αυτά π' κείνος, και άπτεροςαυτήν ειπώθη ο λόγος· και, αφού την θύραν άνοιξε των υψηλών μεγάρων, κίνησετον Τηλέμαχον κατόπι, καιτην μέση 400 των σκοτωμένων των νεκρών ηύρε τον Οδυσσέα, κατάμαυρον απ' αίματα και σκόνην, ως λεοντάρι, οπού βαδίζει, ως χόρτασεν απ' αυλισμένον ταύρο· το στήθος όλο και τα δυο σαγόνια στάζουν αίμα, και προχωρεί τρομακτικόςτην όψι· τότε ομοίως 405 πατόκορφα κατάμαυρος εφαίνετ' ο Οδυσσέας. και ως είδε η γραία τους νεκρούς και το περίσσιον αίμα, χαράς αρχίν' αλαλαγμό, 'ς το θαύμα οπ' είχ' εμπρός της, αλλ' ευθύς την εκράτησε κ' εμπόδισ' ο Οδυσσέας, και κείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· 410 «Ω γραία, χαίρου μέσα σου· σιγά, μην αλαλάζης· ασεβής ο καυχώμενοςανθρώπους σκοτωμένους. μοίρα θεών τους σύντριψε και τ' άνομά τους έργα· ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας· 415 και ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ασεβήματά των. ταις κόραις τώρα του σπιτιού συ θα μου φανερώσης, και αυταίς 'που με καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».

Ευθύς όμως οπού μπορέση να ξετεινάξη αυταίς της πρόληψαις από πανωθιό του για μια στιγμή, εκείνην την ίδια στιγμή λαγαρίζον τα μάτια του νου του, και σκορπίζει το πυκνό σύγνεφο, οπού τα εθάμπωνε ως τότες.

Αν δεν το εννοούσες. — Εμπήκα μέσα. Δεύτερο; — ΔεύτεροςΝαι. Δεν έχει και άλλο; — Έχει. — Λέγε. — Η γυναίκαις αυταίς είνε... — Τι; — Είνε όλαις σπαναίς. — Μπα! αυτό; — Ναι. — Τόσον καλλίτερα. — Διατί; — Διατί δεν χρειάζονται και ξυράφισμα. — Α, έτσι; — Βέβαια. Και ύστερα; — Και τι άλλο ακόμα; — Τι άλλο; — Ναι. Τρίτο; — Τρίτο, είνε όλαις μακρυμαλλούσαις.

Ως φαίνεται, η γυνή αύτη είχεν ηπλωμένα ενδύματα προς στέγνωσιν επί τινος φράκτου, άτινα εκλάπηοαν, και αι υπόνοιαί της είχον πέσει επί της Εφταλουτρούς, περιπολούσης πάντοτε εκεί τριγύρω. — Α! έκραξε· συ είσαι που ταις κάμνεις αυταίς ταις δουλειαίς, κυρά αρχόντισσα γυφτοπούλα; Μπράβο σου. Η Αϊμά έμεινεν άναυδος. Δεν είξευρε τι να είπη.

Και προς αυτόν απάντησε τότε ο λαμπρός υιός του• «Α! την ψυχή μου καιτο εξής, πατέρα, θα γνωρίσης• διότι δεν εχαύνωσαν, θαρρώ, τα λογικά μου• 310 αλλ' ό,τι τώρα μελετάς ωφέλιμο δεν κρίνωεμάς τους δύο• σκέψου το• πολύν καιρό θα τρίψης εάν θα παςτα έργα τους να δοκιμάσης όλους έναν προς έναν• κ' ήσυχοι ωστόσον οι μνηστήρεςτα μέγαρα μας άσπλαγχνα τα πλούτη καταλύουν• 315 και ταις γυναίκαις συμφωνώ κ' εγώ να ταις σπουδάσης, και αυταίς 'που σε καταφρονούν και όσαις δεν έχουν κρίμα• αλλ' απ' αυλήάλλην αυλή δεν ήθελα τους άνδραις εμείς να δοκιμάζουμεν^ ύστερα τούτ' ας γείνουν, σημάδι αν έχης φανερό του αιγιδοφόρου Δία». 320

Όταν είνε κανείς υπερήφανος 'στά πόδια... είπεν ο Τρέκλας. — Βέβαια, έχεις δίκηο. — Τότε έχει ανάγκη από ένα σκυλί διά να του δείχνη το δρόμο. — Σωστά. — Και δι' αυτό μου το δίνουν η καλόγρηαις, αυτό το σκυλί, διά οδηγόν. — Κατάλαβα. — Αλλοιώς δεν ειμπορούσα να τα καταφέρω. — Αυτό εννοείται. — Μα αυταίς η καλόγρηαις!... — Τι; — Σκύλιασαν. — Σκύλιασαν; — Βέβαια. Κοντεύουν να λυσσάξουν. — Όχι δα!

Οι γαμπροί εδώ οι ξύλινοι, μια δραχμή ο ένας, η νύμφες αυταίς ένα δίδραχμο. Τα κουκλάκια τριάντα λεπτά! — Καλά, μπάρμα-Σταυρή, καλά, είπεν ο Σπύρος, σείων θλιβερώς την κεφαλήν του, φθάνει, μη κουράζεσαι.

ΑΣΤ. Ωντζόγια μου μυρουδίαις! — ω μάτια μου μουσκίαις! — και π' ούσουνε γιαμά που σε φούγιαζα δυω ώραις; ΓΡΑΜ. Σε μια βίζιτα που είχε το όνομα της. ΑΣΤ. Και πώς τη νε λέγανε γιαμά; ΓΡΑΜ. Λουτζία. ΑΣΤ. Και 'κεί σε τζη αλείψανε αυταίς τζη μουσκίαις; ΓΡΑΜ. Με τρατάρανε ολίγη λεβάντα. ΑΣΤ. Αφσ' τζη μουσκίαις και τζη μυρουδίαις και να γράψουμε τώρα τα ραπόρτα μας.

Κάθε κακό φεύγει, εψιθύρισεν αποφθεγματικώς ο μπάρμπ’- Αναγνώστης ο Παρθένης, όστις είχε σηκωθή από την πεζούλαν και ίστατο στηριζόμενος επί της βακτηρίας του, έξω της θύρας του ναΐσκου. — Κανείς σας, δεν ήρθε να ξομολογηθή αυταίς της ημέραις. Αχ! οι γονείς σας δεν ήσαν τέτοιοι . . . Αχ! οι παληοί, οι παληοί! — Οι παληοί, οι πρωτινοί, ήταν άνθρωποι, είπεν επιβεβαιωτικώς η θεία τ' Αρετώ.

Όχι. — Αλήθεια; — Να χαρώ τα μάτια μου. — Και πώς σου ήλθεν αυτό; — Να σου ειπώ, δεν είνε τόσον άσχημη. — Είνε πολύ μαύρη. — Σου φαίνεται; — Βέβαια. — Θα είνε άνιφτη, πιστεύω. — Να νίπτωνται λέγεις ποτέ, αυταίς η Τσιγγάναις; — Ποιος ξεύρει; — Αλλά, ως γυφτοπούλα, δεν φαίνεται και πολύ μαύρη. — Όχι. — Και ίσως, αν εσυνείθιζε να νίπτεται...

Λέξη Της Ημέρας

πολύτεχνες

Άλλοι Ψάχνουν