Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουλίου 2025
— Στην τιμή μου. — Η καϋμέναις! — Ε, δεν ταις λυπάσαι; — Αλήθεια. — Μα είνε αξιολύπηταις. — Διατί; — Έχει πολλά &διατί&. — Ως πόσα; — Όσα θέλεις. — Ειπέ ένα. — Πρώτον αυταίς είνε... — Τι είνε; — Είνε όλαις θηλυκαίς. — Αυτό θα πης; — Ναι. — Το είξευρα. — Κ' εγώ γι' αυτό σου το λέγω. — Διά ποιο &αυτό&; — Διατί το είξευρες. — Α, ενόησα. — Θα ήσουν πολύ βαρυκέφαλος... — Εγώ; — Ναι. — Πώς;
— Νά, τω είπεν ο γηραλέος ναύτης, αυταίς μονάχα αι δυο γυναίκες είνε για την πατρίδα σου.
— Αυταίς είναι η νεράιδες, παιδάκι μου, και πατούν στον αέρα, απήντησεν η Μαχώ. Την διήγησιν διά της νεράιδες που χόρευαν την επεβεβαίωσε και η γρηά Φαλκίτσα, η μητέρα της Μαχώς, μία γραία κοντή και κυρτή, ομοία μ' ένα κουβαράκι. Αυτή είχεν ιδεί 'στον καιρόν της πολλά απίστευτα πράγματα.
Ας μη αγανακτώμεν όμως υπέρ το δέον επ' αυταίς, σκεπτόμενοι ότι τοις οφείλομεν έν αριστούργημα: την Εθνικήν Βιβλιοθήκην εν έτει 1880.
Είπε, και αυταίς υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή της. είκοσι πήγαν απ' αυταίς 'ς την ισκιασμένη βρύσι, η άλλαις επιδέξια 'ς τα δώματα ενεργούσαν. Εμπήκαν και των Αχαιών οι ακόλουθ' υπηρέταις, 160 και ξύλα σχίσαν τεχνικά· και από την βρύσι φθάσαν
Προ δώδεκα και πλέον ετών ο παπά Διανέλος είχε φίλον τινά ελληνοδιδάσκαλον, χρηστόν άνδρα, αλλ' όστις είχεν αδυναμίαν εις τα ελληνικά ονόματα. Είχε γείνη σύντεκνος του ιερέως, και βαπτίσας τας δύο τελευταίας κόρας του είχε δώσει αυταίς αρχαιοπρεπή ονόματα, τα οποία όμως, επειδή ευρέθησαν επί ουδετέρου εδάφους, εξουδετερώθησαν, ως εικός, και αυτά.
— Εσύ, εσύ ξέρεις καλλίτερα απ' αυταίς ταις δουλειαίς, γιατί ξεχιονίζεις τα κατσίκια ς', είπεν ο κ. δήμαρχος απεκδυόμενος την ευθύνην.
Τι είναι αυταίς η φαντασίαις, Που σου μπήκαν στο μιαλό; Αδερφέ μου, τράβα χέρι, 795 Δε σου βγαίνει σε καλό. Τήρα εδώ, κιαπέ άφινέ ταις, Της ορμήνιαις της πολλαίς. Που είσαι ακόμα όσο να φτάκης· Για ιδές τώρα· πώς μου λες; 800 Να φουσκόσω ακόμα κι' άλλο, Λείπει, φίλε, περισσό· Τελοσπάντων για να σόση Σε Βοϊδιού κορμιού ποσό,
Λαλούν η πέρδικες, γλυκά κι' ο ήλιος ’ς τη χαρά του Απλόνει μιαν αχτίδα του και ψηλαφίζει ο κλέφτης Τα παρδαλά τα στήθια τους κι' αυταίς αναγαλλιάζουν. Κατάκορφα ’ς τον ουρανό πετιέται κι' ο πετρίτης Ταητού πρωτοπαλλήκαρο, να βάψη τα φτερούγια Μες ’ς τον αθέρα της αυγής πριν έβγη ’ς την παγάνα.
Είπον δε άνθρωποι και ουχί άνδρες, διότι κατ’ εκείνην την εποχήν ημφισβητείτο ακόμη αν ανήκουσιν εις το ανθρώπινον γένος αι γυναίκες, οι δε αρνούμενοι αυταίς την ανθρωπότητα επρότεινον τους τ ρ α γ ι κ ο ύ ς αυτών έρωτας εν Αιγύπτω και τους ι π π ι κ ο ύ ς εν Θεσσαλία, την γνώμην του Αριστοτέλους, την κακίαν των, την θυγατέρα του Αριστοξένου, ήτις είχε πόδας όνου, και το εδάφιον του Τωβίτ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν