United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΑΚΒΕΘ Α! λαιμοκόπος το λοιπόν κανείς καλλίτερός σου! καλός κ' εκείνος που του Φληνς του έκαμε τα ίδια. Αν συ το έκαμες κι' αυτό, τότε δεν έχεις ταίρι! ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Ο Φληνς, αυθέντα, 'ξέφυγε! Ειδεμή εξαίρετα θα ήμουν , 'σάν μάρμαρον ακέραιος και στερεός 'σάν βράχος, 'σάν τον αέρα ελαφρός ολόγυρά μου!

Ο ράπτης λαμβάνοντας συμπάθειαν διά την αθλίαν μου κατάστασιν με εκάθισε πλησίον του και με ηρώτησεν τις ήμουν, πόθεν ηρχόμουν και τις με ωδήγησεν εκεί· εγώ χωρίς να κρύψω τίποτε του διηγήθην όλα τα συμβάντα μου και την ζωήν και το γένος μου.

Μωρέ ποιος είσαι συ; ερωτάν. — Εγώ, ο μούτσος, ο κασιδιάρης· κουφάρι ήμουν περιστέρι γίνηκα· φτερά έχω να πετάξω στα επουράνια. Τρέχουν κοντά· τον κυτάζουν αποδώ, τον φέρνουν αποκεί, τον καλογνωρίζουν. — Αμ ποιος σ' έκαμ' έτσι; — Έτσι κ' έτσι· ηύρα τ' αθάνατο νερό. — Πώς; — πού; — Μέσα στη σπηλιά. Ακούνε και θαυμάζουν, ρίχνουν ό,τι είχαν στα χέρια τους και τρέχουν στη σπηλιά.

Μα δε βλέπετε πως δεν τρώει παρά μόνον ό,τι εγγίσετε; ΔΟΡΙΜΕΝΗ Ο κύριος Ζουρνταίν με κατενθουσιάζει. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Αν μπορούσα να κατενθουσιάσω την καρδιά σας θα ήμουν... Οι ανωτέρωΚυρία ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ A! α! καλή συντροφιά βρήκα. Βλέπω όμως πως δε με περιμένατε καθόλου. Γι' αυτό λοιπόν, κύριε σύζυγέ μου, ήθελες κουτ και κουτ να με στείλης να δειπνήσω στης αδερφής σου!

Τότε ένας από τους κυνηγούς πλησιάζοντας εις εμέ και βλέποντάς με, πρώτον εφοβήθη και έμεινεν εκστατικός να ιδή τοιούτον άνθρωπον εις τοιαύτην κατάστασιν φορτωμένον δηλαδή με το κρέας εις την φωλεάν του αετού, και λαμβάνοντας ύστερα θάρρος, αντί να μ' ερωτήση τις ήμουν, ή πώς ευρέθην εκεί, άρχισε με φωνές υβριστικές και φοβερισμούς να μου λέγη, τι γυρεύεις εδώ; ήλθες να μου κλέψης το κυνήγι.

Δεν έχω όνομα εις τα βασίλεια που μένω, απήντησεν η φωνή θλιμμένα. Ήμουν θνητός άλλοτε, τώρα είμαι πνεύμα. Ήμουν αδυσώπητος, τώρα είμαι ελεήμων. Πρέπει να εννοήσης ότι τρέμω. Τα δόντια μου τρέμουν όταν ομιλώ· εν τούτοις τούτο δεν είναι εξ αιτίας της νύκτας αυτής που είναι ψυχρά, της νύκτας αυτής που δεν έχει τέλος. Αλλά δεν ημπορώ να υποφέρω επί πολύ ακόμη την φρίκην αυτήν.

Ένας σκλάβος έτρεξε να μου ανοίξη, ο οποίος βλέποντάς την θεωρίαν μου με το φως που είχεν, έκλεισε την πόρταν θυμωμένος· έπειτα από μέσα με ερώτησε ποίος ήμουν, και τι εγύρευα.. Αποκρίθηκα πως ήμουν ο οικοκύρης του σπητιού, και τον επρόσταξα διά να μου ανοίξη ογλήγορα την πόρταν. Εις την απόκρισίν μου, επήγε διά να δώση την είδησιν της γυναικός μου.

Μόνον να τι είνε· τα φτωχά κορίτσια δεν τ' αγαπούν παρά όπως αγαπούν τα λούλουδα, για να τα μυρισθούν μια, κ' ύστερα να τ' αφήσουν να μαραθούν, ή να τα μαδήσουν· κ' εγώ δεν ήμουν καμμιά μεγαλοπροικούσα, βλέπεις, για να με αγαπήσουν, και να με στεφανωθούν &εμπομπή και παρατάξει&, μ' επισημότητα, ή και να με κλέψουν και να με στεφανωθούν κρυφά μ' έναν παπά, βέβαιοι πως οι γονείς, εις όλο το ύστερο, θ' αναγκασθούν σα σκασμένοι να δώσουν την προίκα... Γι' αυτό δεν ευρέθηκε άλλος απ' τον μπάρμπα-Μοναχάκη να με ζητήση.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Καιρός να το συλλογισθής. Εδώ εις την Βερώναν ονομασταί αρχόντισσαι πολύ νεώτεραί σου μητέρες κι’ όλα έγιναν κ' εγώ που σου τα λέγω, μητέρα σου, παιδάκι μου, ήμουν επάνω κάτωτην ηλικίαν, οπού συ παρθένος είσ' ακόμη. Αλλά, να τα κοντολογώ, ο Πάρης ο γενναίος σ' εζήτησε γυναίκα του. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ω κόρη μου, τι άνδρας! Τι άνδρας, Ιουλιέτα μου! Αληθινά κηρένιος!

Αυτή η ομιλία με εζάλισε πολύ, επειδή και εις την θυγατέρα του δεν είχα καμμίαν αγάπην, με το να μη μου άρεσε καθόλου· και διά να έβγω με εύμορφον τρόπον, ηύρα την πρόφασιν και του είπα πως είναι αδύνατον να γένη αυτό, με το να ήμουν εγώ Μωαμεθανός, και αυτός ειδωλολάτρης.