Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
ΙΟΕΣ. Από την αρρώστεια που είχε πάθη είχαν αρχίση να πέφτουν τα μαλλιά της και τα ξύρρισε και τώρα φορεί φενάκην. Δείξε του, Πυθιάς, δείξε του για να πιστέψη. Ορίστε ο νέος ο αντεραστής που εζήλεψες. ΛΥΣ. Τι ήθελες να κάμω, Ιόεσσα, ερωτευμένος όπως ήμουν και αφού τον έψαξα με τα χέρια μου; ΙΟΕΣ. Τώρα όμως επείσθης. θέλεις τώρα να σου θυμώσω κι' εγώ; Και θα έχω περισσότερο δίκιο.
Αφού λοιπόν ήμουν αποφασισμένος να ακολουθήσω τα μαθήματα του Ευθυδήμου, έκρινα πως έπρεπε να υποχωρήσω, μήπως με χαρακτηρίση ως δύστροπον και ασυμβίβαστον, και δεν με δεχθή μαθητήν του.
Κάτι άρχισε να λέη, αλλά την έπιασα δυνατά από το χέρι και της είπα έντονα: — Σώπα! μην 'πής κακό, γιατί μα το θεό θανεβώ σε κειονέ το χαράκι και θα πέσω κάτω. Κοντά στο σπίτι του Δεσποινιού ήτον ένας ψηλός βράχος με κισσό, που στο σκοτάδι φάνταζε σαν πελώριος αράπης. Κέδειχνα ότι ήμουν έτοιμος να πάω να γκρεμιστώ από κει πάνω.
Ο Έφις έδειξε στο καινούργιο του νεαρό αφεντικό τα αναχώματα που κατασκεύασε ο ίδιος με πρωτόγονες μεθόδους και ο νέος παρατηρούσε με θαυμασμό τις ογκώδεις πέτρες που μάζεψε εκείνος ο μικροκαμωμένος άνθρωπος και στη συνέχεια κοίταζε τον ίδιο σαν να ήθελε να υπολογίσει καλύτερα το μεγαλειώδες της κατασκευής. «Όλα μόνος; Τι δύναμη! Θα πρέπει να ήσουν δυνατός στα νιάτα σου!» «Ναι, ήμουν δυνατός!
— Εξαδέλφη Μαχούλα, ήρχισα εγώ, χωρίς άλλως ν' απαντήσω εις την φιλόφρονα προσφοράν της, θυμάσαι, τω καιρώ εκείνω, όταν ήμουν εγώ παιδί, που έζωνες με κηρί το ξωκκλήσι της Αγίας Αναστασίας; — Θυμούμαι, απήντησε. — Πες μου, σαν να μη ξέρω, γιατί το έκανες;
Ετούτος ο λογισμός με έρριχνεν εις απελπισίαν· επέρασαν πλέον παρά διακόσιοι χρόνοι εις τούτην την ανωφελή ζήτησιν, και όλοι εθαυμάζονταν εις εμέ, δεν ημπορούσαν να καταλάβουν πώς εγώ ήμουν ακόμη ζωντανός· είδα να ξαναγεννηθή τέσσαρες φορές η νεότης· εις τον τόπον που ήμουν· έθαψα όλους εκείνους που με είδαν εις την αρχήν, ομού και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.
Για να γυρίσω 'θέλησα. Ήμουν προχωρημένος. Έκαμα τέλος 'πόφασι, Να καταβώ ακόμα. Κατέβηκα· και Δαίμονα Βλέπω, από το στόμα Να βγάζη φλόγαις. Έμεινα Αχνός, δειλός, σκιαγμένος. Τον σκιάζομαι! Τον σκιάζομαι! Σκιάζομαι μη με κάψη Μ' εκείν' τη φλόγα πώβγαζεν Απ' το βαθύ του στόμα. Τον σκιάζομαι! Το πρόσωπό Μου άλλαξε το χρώμα, Και την καρδιά μου άρχισεν Ο φόβος να την βάψη. Εκείνος φεύγει.
Αλλά φαίνεται ότι έμεινα πολύν καιρόν αναίσθητη. Εις αυτό το διάστημα μου εφαίνετο ως να ήμουν νεκρά, προσέθηκε παραλογιζομένη. — Αλλ' αφού ήσουν αναίσθητη, πώς γίνεται να είχες αυτήν την ιδέαν; παρετήρησεν η Σιξτίνα· και αν ήσουν νεκρά, πώς θα το είξευρες; — Έχεις δίκαιον, είπεν η Αϊμά. Δεν είξευρα πού ευρισκόμουν, ήμουν εις ένα χαμένον κόσμον.
Και όμως ενώ πλέον εσάπισα παλαίων εις της ζωής την πάλην, το γήρας το μισώ και θέλω και λυσσώ να γίνω νέος πάλιν. Σαν ήμουν νέος μια φορά τι κοπετοί και θρήνοι!... μ' εζάλιζαν οι Έγελοι κι' οι Πρόκλοι κι' οι Πλωτίνοι κι' οι άλλοι φαμφαρόνοι... μα τώρα που εζάρωσαν τα αιμοφόρ' αγγεία κι' ουδ' αίματος απάνω μου δεν έμεινε ουγγία ταυτί μου δεν ιδρόνει.
Ετούτο το συμβάν εμαθεύθη πολλά ογλήγορα εις όλην την χώραν, και έγινεν εις όλους αξιογέλαστον το εμπαίξιμον του Κατή, και διά πολλές ημέρες δεν ωμιλούσαν άλλο παρά δι' αυτόν· Ημείς ξεχωριστά εχαρήκαμεν μεγάλως διά την εκδίκησιν που εκάμαμεν του Κατή, χωρίς παντελώς να το καταλάβη· Απερνώντας αυτή η εκδίκησις, έστειλα ένα μετζίλι διά να διηγηθή του βασιλέως πατρός μου τα όσα μου εσυνέβηκαν αφού και εμίσευσα από κοντά του, και τον εβεβαίωσα ότι ογλήγορα ήμουν διά γύρισμα ομού με την αγαπημένην γυναίκα που επήρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν