Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Είνε πιθανόν ότι η Βηθανία ήτο η κατοικία του Ιησού κατά τας εις Ιεροσόλυμα επισκέψεις Του, εκείθεν δε βραχύς και τερπνός περίπατος διά του Όρους των Ελαιών θα Τον έφερεν εις τον Ναόν. Ήτο ήδη χειμών και οι Ιουδαίοι είχον την εορτήν των Εγκαινίων. Κατά τους υπολογισμούς των εντριβών εις τα τοιαύτα, έπεσε κατά το έτος εκείνο εις την εικοστήν Δεκεμβρίου.

Μοιρίτα μου, εσύ ζωή μου, μην τυραννιέσαι. Δεν το φταις εσύ που πονώ· το φταίει η αγάπη που σου έχω. Μοιρίτα μου, παιδί μου, ναι! σαν παιδί μου σ' αγαπώ. — Κι από τα μάβρα της, από τα γλυκά της τα μάτια, στο χέρι μου απάνω, έπεσε ένα δάκρι. Και το ήπια εκείνο το δάκρι και τόχω πάντα μέσα στην ψυχή μου. Μιλούσε κ' έλεγε εκείνο το δάκρι· «Πάει ο ήλιος· πάει η ελπίδαΚατεβήκαμε μαζί.

Τούτο δε συμβαίνει εις όλους σχεδόν τους Μήδους, όταν αφιππεύουν βαδίζουν, ως να πατούν επί ακανθών, ακροποδητί. Διά τούτο όταν έπεσε κάτω και δεν ήθελε κατ' ουδένα τρόπον να σηκωθή, ο Ερμής τον εσήκωσε και τον έφερε μέχρι της αποβάθρας, εγώ δε εγελούσα.

Και προσεγγίσας προς μεγάλην έκπληξιν του ποιμένος δίδει μια με την ποιμενικήν ράβδον εις την κάπαν ήτις έπεσε κάτω βροντήσασα. Και ήρχισε να γελά. — Παληόπαιδο! είπεν ο ποιμήν εννοήσας πλέον το παιγνίδιον του παιδός, όστις προηγουμένως, διαλαθών τους ποιμένας, έστησεν εκεί αντιθέτως την κενήν κάπαν, ίνα εξαπατήσας φοβίση τους ανθρώπους και γελάση.

Αρκεί μονάχα να μη τις δημιουργεί. ΑΝΝΟΥΛΑ Σταύρο, ξέρεις γιαΤι πέθανε η μητέρα; Πέθανε για σένα, από τη μεγάλη αγάπη που είχε για σένα. Για μένα! ΓΙΑΓΙΑ Από τη νύχτα εκείνη, την κακή νύχτα που μας άφησες, έπεσε άρρωστη. Καλή ώρα από τότε δεν είδε. Ένα μαράζι την περιτριγύρισε, και μέρα με τη μέρα έρρεβε. Όλες οι ελπίδες της είτανε σε σένα.

Άθελα η Ελπίδα θυμήθηκε τον Αριστόδημο κ' η μελαγχολία σαν κύμα νεκροθάλασσας πλάκωσε την ψυχή της. «Τι κατάρα έπεσε ξαφνικά στο σπίτι της! σκέφτηκε. Η μήτρα η καμωμένη από του θεού το χέρι για να γεννά θεόκορμα και δυνατά παιδιά, γιατί τάχα κατάντησε να γεννά ξεθεώματα;» — Αχ, Κυρά μου, τι κακό είνε τούτο! τι κακό! είπε αρχίζοντας τα δάκρυα.

Ή πως έπεσε στο νερό και θα τονέ βγάζανε πνιγμένον και τότε ούτε η μαμά, ούτε ο μπαμπάς, ούτε ταδέρφια θα μπορούσανε να ξαναχαρούν. Ο Σβεν τάκουγε όλα αυτά κ' εννοούσε μόνο πως η μαμά τον αγαπούσε περσότερο από όλους τους άλλους. Έπειτα έβαλε η μαμά το Σβεν και της διηγήθηκε τι είδε και τι έκαμε, πώς διασκέδασε και πόσο μακριά πήγε.

Αλλ' ο ψυχρός αήρ είχε καταστήσει δύσκαμπτα ως κόκκαλον τα λεπτά και πλήρη χιόνος ενδύματά της· οι πόδες και αι χείρες της είχον γίνει από ερυθρών λευκότατοι, η κεφαλή της επόνει σφοδρότατα. Έκαμεν εντούτοις ολίγα βήματα κ' έπεσε τέλος χαμαί μετά του αδελφού της. — Γιάννο! καϋμένε, Γιάννο! εψιθύρισεν ασθενώς.

Οι κατάδικοι του Τρία λυσσασμένοι, μανιακοί, σωστοί δαιμόνοι κολασμένοι του πήδησαν του Βλαχογιώργου πίσωθε, παίζοντας τα λεπίδια στον αέρα ξεμανίκωτα. Οι φαντάροι με τις λόχες, τους μπήκαν μπροστά, να κόψουνε το φοβερόν το δρόμο τους. Λαχανιασμένος, ξέψυχος, με την πνοή στα χείλη ο Βλαχογιώργος, στα πόδια τόβαλε. Σαστισμένος φέβγοντας αγνάντια έπεσε πάνω στους κατάδικους των άλλω δωματίων.

Εις τα ωραία χαρακτηριστικά του Βινικίου είχεν αποτυπωθή μία ψυχρά οργή. Ο Έλλην έπεσε γονυκλινής και κυρτωθείς ήρχισε να οιμώζη με φωνήν διάκοπτομένην: — Πώς; Διατί; . . . Αυθέντα! Διατί! . . . Πυραμίς χάριτος! Κολοσσέ ελέους! διατί; . . . Είμαι γέρων πειναλέος, άθλιος . . . Σε υπηρέτησα . . . Ούτως ευγνωμονείς προς εμέ; — Όπως συ προς τους χριστιανούς, απήντησεν ο Βινίκιος.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν