Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Και η μεν αληθεστάτη πρόφασις, μη γενομένη όμως γνωστή, είναι, νομίζω, ότι οι Αθηναίοι γινόμενοι ισχυροί και φόβον εμπνέοντες εις τους Λακεδαιμονίους ηνάγκασαν αυτούς να πολεμήσωσιν· αι δε εις το φανερόν λεγόμεναι αιτίαι, ένεκα των οποίων έλυσαν τας σπονδάς και ήρχισαν τον πόλεμον, τοιαύται ήσαν εις αμφοτέρους.
Όπως το γλωσσικό ζήτημα που οι Ιταλοί το έλυσαν από τον 15ον αιώνα, οι Έλληνες έμειναν τόσο πίσω που στον 20όν αιώνα να μην το έχουνε λύσει ακόμα, έτσι και στάλλα ζητήματα έμειναν πίσω. Αυτό όμως δε θα πει πως είναι κατώτεροι από άλλους λαούς. Ο κ. Σκληρός λέει πως είναι σκεπτικιστής ― όπως όλοι οι. . . σοσιαλιστές.
Κατόπιν είπε του πιστού συντρόφου του Πειραίου• «Κλυτίδη, από την συντροφιά, 'πού 'λθε μ' εμέ 'ς την Πύλο, 540 εσέ γνωρίζω μάλιστα να με υπακούς εις όλα• και τώρα πάλι λάβε μου 'ς το σπίτι σου τον ξένον, και φίλευε και τίμ' αυτόν ολόψυχα ως 'που να 'λθω». Και ο ξακουστός ακοντιστής ο Πείραιος απαντούσε• «Κ' εάν, Τηλέμαχε, πολύν καιρόν εδώ θα μείνης, 545 απ' εμέ περιποίησι θα 'χη όσην θέλη ο ξένος». Και 'ς το καράβι ανέβη αυτός και των συντρόφων είπε να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις. εφόρεσε ο Τηλέμαχος τα σάνδαλα τα ωραία, 550 κ' επήρε απ' το κατάστρωμα κοντάρι λογχοφόρο βαρύ• και τα πρυμόσχοινα ωστόσο εκείνοι ελύσαν, εξεκινήσαν κ' έπλεαν κατά την πόλι, ως είπε ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα. και αυτός γοργά προχώρησεν ως 'π' ηύρε την αυλή του, 555 όπ' ήσαν χοίροι αμέτρητοι δικοί του, κ' εξενύκτα σιμά τους ο καλός βοσκός, 'που αγάπα τους κυρίους.
— Αλλά μοι φαίνεται, είπεν ο Σχολάριος, ότι ουδείς των θύραθεν φιλοσόφων ηδύνατο να λύση ορθότερον το ζήτημα τούτο ή όσον το έλυσαν οι ημέτεροι. — Αγνοώ τα περί τούτου, είπεν ο Πλήθων. — Κακώς πράττεις ν' αγνοής, είπεν ο Σχολάριος. Θα μοι επιτρέψης να σοι αναπτύξω το δόγμα τούτο; — Λέγε — Ιδού.
Κ' οι κουρσάροι, αφού έλυσαν γλήγορα το παλαμάρι και πήρανε τα κουπιά στα χέρια, ανοίγονταν στο πέλαγος. Τότε κ' η Χλόη οδηγούσε το κοπάδι, φέρνοντας δώρο στο Δάφνη ένα καινούργιο σουραύλι. Μα όταν είδε τα γίδια τρομαγμένα κι άκουσε το Δάφνη να τήνε φωνάζει πάντα πιο δυνατά, παρατάει τα πρόβατα, πετάει το σουραύλι και φτάνει τρεχάτη στο Δόρκωνα για να τον παρακαλέση νάρθη σε βοήθεια.
Οι δε Αθηναίοι, απατηθέντες υπό των σκοπών και μη δυνάμενοι να πιστεύσουν ότι ο εχθρικός στόλος διήλθεν απαρατήρητος, επολέμουν αφρόντιστα προς τους επί των τειχών. Αλλά, άμα έλαβαν καλλίτερας πληροφορίας, έλυσαν αμέσως την πολιορκίαν της Ερέσου και έτρεξαν γρήγορα προς βοήθειαν του Ελλησπόντου.
Και εις το αναμεταξύ που αυτός εθρηνούσε την υστέρησιν της αγαπητικής του, εκείνοι οι βάρβαροι εθαύμαζαν, και τον εθεωρούσαν με πολλήν επιμέλειαν, τες νοστιμάδες που αυτοί εις αυτόν έβλεπαν, τες ζαρωματιές εις το πρόσωπόν του, την κλουβήν ράχιν του, τα ποδάρια του τα στραβά και πρισμένα, το μελαψόν πρόσωπον και γεμάτον από πρίσματα και κοντολογής όλον εκείνο, που εδούλευσεν εις συχασίαν και δυσαρέσκειαν της Κατηγές έγινεν εις αυτούς το αίτιον της εκπλήξεώς τους· εκείνος ο θαυμασμός τους εκράτησεν αρκετήν ώραν εις μεγάλην σιωπήν· η άκρα τους έκστασις δεν τους αφήκεν ευθύς να φανερώσουν την χαράν τους, μα αιφνιδίως έλυσαν την σιωπήν και άρχισεν να φωνάζουν με αλαλαγμούς και χαρές, και να τον επαινούν και να τον εγκωμιάζουν.
Είπε, και βάρβαρη δουλιά σοφίστηκε να κάνει, 24 και μες στα βούρκα στρώνει, ομπρός στην ψάθα του Πατρόκλου, τον Έχτορα έτσι ανάσκελα. Απέ οι λοιποί τους βγάζουν τα χάλκινα όπλα, κι' έλυσαν τα πολεμόχαρα άτια, κι' ομπρός στο πλοίο κάθησαν του θεϊκού Αχιλέα, σωροί· κι' αφτός τους έκανε νεκρόδειπνο τραπέζι.
Ήτο λιπόθυμος, αδρανές σώμα, ωχρός και μόλις αναπνέων. Οι άνδρες τον έλυσαν, τον επλάγιασαν υπό τον σχοίνον, του έδωκαν να πίη ρούμι, τον έβρεξαν με νερό. Ευτυχώς δεν εβράδυνε να συνέλθη. Η Ψαρή ήτο εκεί, και τον εζέσταινε με την πνοήν της. Η Στέρφα ίστατο ολίγον παραπέρα, και εκύτταζεν ηλιθίως. Η θειά-Αρετώ εθαύμαζε, και έλεγεν ακόμη· — Τι αποκοτιά! τι αποκοτιά!
Θέλουσα έπειτα να θέση κακείνη τον Επίσκοπον εις απορίαν ηρώτησεν αυτόν, διατί δεν έκοπταν οι ανατολίται τας τρίχας της κεφαλής, παραβαίνοντες την συμβουλήν του αποστόλου Παύλου, θεωρούντος γυναικοπρεπές και άτιμον το να τρέφη ανήρ μακράν κόμην . Ουδέν έχων εις τούτο ν' αντείπη ο Νικήτας έξεσε την κομώσαν κεφαλήν του, στρέψας και πάλιν τον λόγον εις τα δόγματα, την α ν τ ί δ ο σ ι ν, την διπλήν φύσιν του Ιησού μετά την ενσάρκωσιν, περί του αν ο λόγος ηνώθη μετά του σώματος του Σωτήρος εν τη κοιλία της Παρθένου ή μετά τον τοκετόν αυτής, και περί άλλων θεολογικών κόμβων, ους έλυσαν οι εν Εφέσω πατέρες διά της μαχαίρας, ως ο Μέγας Αλέξανδρος τον γόρδιον δεσμόν, ή διά λακτισμάτων, ως οι όνοι τας ερωτικάς και χορτοφαγικάς διενέξεις των .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν