Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Και εγώ, σαν να ήλθα πάλιν εις τον εαυτόν μου, — Ολίγο έλειψε, του είπα, Κλεινία, να γίνωμεν και οι δύο καταγέλαστοι εμπρός εις αυτούς τους ξένους. — Πώς αυτό; με ηρώτησε. — Διότι ενώ ήδη έχομεν αναφέρη ανωτέρω μεταξύ των αγαθών την ευτυχίαν, εκάμαμεν τώρα πάλιν λόγον περί αυτής. — Και τι έχει να κάμη αυτό; — Είναι γελοίον να επανέρχεται κανείς εις εκείνο, που έχει ήδη είπη, και να επαναλαμβάνη δύο φορές τα ίδια πράγματα. — Τι θέλεις να είπης; — Η σοφία, του απήντησα, είναι δίχως άλλο η ευτυχία· κ' ένα παιδί μπορεί να το καταλάβη αυτό.

Κι έπειτα ξέρεις: έχουμε ζήσει μέχρι τώρα, καλά δεν ήμασταν μέχρι τώρα; Τι μας έλειψε; Και θα συνεχίσουμε με τη βοήθεια του Θεού. Δε θα μας λείψει το ψωμί. Το σπίτι του Πρέντου είναι γεμάτο πράγματα που ούτε να τα φυλάξω δε θα μπορούσα.» Ο Έφις σκεφτόταν απογοητευμένος. Τι να κάνει, εάν δεν καταφύγει στο ψέμα; Ξανάρχισε να ψηλαφίζει το ρούχο. «Πρέπει όμως να σας πω κάτι σοβαρό, ντόνα Νοέμι.

Και μια φορά που η Αστυνομία, που τα ξεψαχνίζει όλα και βγάζει την αλήθεια μέσ' απ' το πηγάδι, είπε καθαρά και ξάστερα, πως ό,τι γίνηκε, γίνηκε από κακή ώρα, έλειψε και η περιέργεια του κόσμου και μαζί με τον τάφο του Καπετάν-Πρέκα κλείσανε και τα στόματα των γυναικών στις γειτονιές και τους αυλόγυρους.

Επέτρωσεν ευθύς το χαμόγελο στα χείλη· εσοβαρεύθηκε το πρόσωπό του. Εγύρισε και μ' εκύταξεν αφαιρεμένα, σαν να έλειπεν ο νους μίλια από το σώμα του. — Α! είπε κινώντας το κεφάλι. Το γιούσουρι του Βόλου δεν είνε το ίδιο. Επήγα μια φορά κ' εγώ, μα λίγο έλειψε ν' αφήσω δίχως άντρα τη μάνα σου. — Αφού κόβεται!... — Κόβεται όταν είνε μικρό. Κάτω στη Μπαρμπαριά είνε δάση ολάκερα.

Κι αφού τους ηύρε να μετράνε το κριθάρι, που τώχανε λιχνίσει προλίγο, και νάναι λυπημένοι επειδή λίγο έλειψε να είναι λιγώτερο από όσο είχανε σπείρει, για κείνα τους επαρηγόρησε, λέγοντας ότι τα ίδια είχανε γίνει παντού, κ' ύστερα τους εζητούσε το Δάφνη για τη Χλόη.

Πώς στο ακρογιάλι ένα κύμα μονάχο απ τα μάκρη φερμένο φουσκωτό, ορμά να ρίξη σύντριμμα το βράχο κι έξαφνα σβήνει μ' έναν κούφιο αχό, έτσι κι ο νέος σταμάτησε γυρνώντας κατά το πλήθος θλιβερή ματιά: «Δεν ανασαίνει», ρώτησε βογκώντας, «στα στήθη κανενός γερή καρδιά; Σας την έχει η σκλαβιά τόσο αρρωστήσει, κάθε αναφτέρωμα έλειψε από σας; Τα σίδερα, λαέ, έχεις συνηθίσει, τη λεημοσύνη μόνο λαχταράς;

Κανένα, εξόν ο Ωκιανός, δεν έλειψε ούτε ρέμα, ξωθιά καμιά όσες χαίρουνται χορταριασμένους βάλτους και βρύσες και πηγές νερών κι' όσες πανώρια δάσα. Κι' όλοι σαν ήρθαν στου Διός τον πύργο, παν καθίζουν 10 στα μαρμαρόκοφτα θρονιά που του πατέρα Δία του τάχε κάνει ο Ήφαιστος με τη σοφή του τέχνη. Έτσι οι θεοί είταν στου Διός τον πύργο συναγμένοι.

Η καθαρέβουσα στην Ελλάδα μοιάζει μόνο σα να είναι το υστερνό σημείο που μας άφησαν ακόμη και τώρα οι «μακροί δουλείας και παθημάτων αιώνες», που μόρφωσαν αφτή τη γλώσσα, και δεν είναι παράξενο που τη μόρφωσαν· είναι πολύ ψυχολογικό. Όταν ένας άθρωπος έχει φιλότιμοφιλότιμο πότε μας έλειψε; — θα προσπαθήση με κάθε τρόπο να δείξη στους άλλους την αξία του· ίσως κάποτες και την παρακάμη.

Εγώ μένοντάς μου το λογικόν, και καταλαμβάνοντάς την γνώμην του, εδόθηκα εις μίαν ταχείαν φυγήν, και με όλον τούτο ο σκληροκάρδιος δεν έλειψε που να τελειώση την επιβουλήν του, μα του εστάθη αδύνατον. Ιδού νέα μου συμφορά, που δι' αυτό εκαταστάθηκα να ζω με τα ζώα εις τα βουνά και εις τους λόγγους.

Ε, μονάχα η θέα της Κυνεγόνδης θα μπορούσε να τον εκπλήξη και τον χαροποιήση περισσότερο. Λίγο έλειψε να τρελαθή από χαρά. Αγκαλιάζει τον αγαπημένο του φίλο. — Η Κυνεγόνδη είν' εδώ, χωρίς άλλο; Πού είναι; Πήγαινέ με κοντά της, για ν' αποθάνω από χαρά! — Η Κυνεγόνδη δεν είν' εδώ, είπεν ο Κακαμπός· είναι στην Κωσταντινούπολη. — Α! ουρανέ! στην Πόλη!

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν