United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ολίγον έλειψε που τα νερά να με πνίξουν, μου εσήκωσαν τες αίσθησες, και με μεγάλην βίαν με ετράβηξαν, και μ' έρριξαν εις το παραθαλάσιον από μίαν σχοιματιάν βουνού.

Ακούς εκεί να μη φανή στου Καλιλά για τα μάτια καν... Ο λ γ ί ν α. Ύστερα μάλιστα από τόσους μήνας πού’ λειπε. Έ μ μ α. Ξέρεις ότι όλο το καλοκαίρι έλειψε και η ζωγράφος, η νέα του συμπάθεια, η οποία άρχισε από τον Μάρτιο την εικόνα της γιαγιάς. Κύτταξε τέλος πάντων, θα το τελείωσης αυτό το κτένισμα!

Μου το έταξε ο θεός. — Νομίζεις ωστόσο πως θα μου φύγης γλήγορα; είπα. Ανατρίχιασα με τα λόγια μου κ' αιστάνθηκα πως λίγο έλειψε να μην μπορέσω να τα προφέρω. — Αυτό δεν το ξέρω, είπε και ξανακκούμπησε το κεφάλι απάνω μου. Ξέρω μόνο πως δε θα το κάμω ποτέ μόνη. Σώπασε και δε βρήκα και γω λόγο να της απαντήσω. Την κοίταξα. Είτανε πάλι απαράλλαχτη όπως τα ευτυχισμένα χρόνια μας.

Αλλά εγώ, αφού εσυλλογίσθηκα ολίγον, — Μα τον θεόν, είπα, ολίγο έλειψε ναφήσωμεν έξω το σπουδαιότερον! — Και ποιό είναι αυτό; μ' ερώτησεν ο Κλεινίας. — Την ευτυχίαν, Κλεινία, αυτό το δώρον να επιτυγχάνη κανείς εις όλα τα πράγματα, που όλοι οι άνθρωποι, και οι χειρότεροι ακόμη, θεωρούν το πρώτον απ' όλα τα αγαθά. — Αλήθεια λέγεις, είπεν ο Κλεινίας.

Και έτσι λέγοντάς την έκαμεν ευθύς να έβγη από το σπήτι του και ολίγον έλειψε που να την δείρη.

Και όταν πάλι το φθινόπωρο έβγαιναν όλοι στο ακρωτήρι να χαιρετήσουν την επιστροφή τους, εγώ με πικρή περιέργεια έτρεχα να μετρήσω πόσοι εγύριζαν παράλυτοι, κουρέλια πλέον άχρηστα της ζωής και πόσοι απόμειναν στο Ασπρονήσι των αράπηδων βρώσι και μπαίγνιο. Μια χρονιά όμως λίγο έλειψε να τους ακολουθήσω κ' εγώ.

Έλειψε κάμποσο καιρό κ' εφανερώθηκε μόνο, όταν έδιωξαν τον παππά Συνέσιο, για να ξαναφύγη, σαν εγύρισε πάλι ο ψευτόπαππας, σταλμένος από τον Δεσπότη. Το παιχνίδι αυτό έγεινε δυο τρεις φορές· ήρχετο ο ένας, έφευγε ο άλλος.

Ανεγνώριζεν ήδη ότι αυτό το τεμάχιον της καλάμου έγεινεν η αιτία να πράξη εκείνο το ανόμημα· ότι ήτο αυτό η επικίνδυνος προαγωγός που την παρέδωκεν εις τον τυχόντα και ολίγον έλειψε να την παρασύρη εις τα έσχατα.

Αλλ' έλα, είπε, υπάκουσε και μη κάμης αλλέως. Και ο Κρίτων, άμα ήκουσε τούτο, έκαμε νεύμα εις τον υπηρέτην, ο οποίος έστεκε πλησίον και ούτος, αφ' ού εξήλθε και έλειψε πολλήν ώραν, ήλθεν οδηγών εκείνον, ο οποίος έμελλε να δώση το δηλητήριον και το έφερε τριμμένον μέσα εις έν ποτήριον.

Ο Καλίφης έμεινε θαυμασμένος διά την σταθερότητα του Αμπτούλ, και δεν έλειψε να τον παρακινήση να βγάλη από την φαντασίαν του αυτόν τον στοχασμόν τον ανωφελή και άλλα παρόμοια.