United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα έλα δα! έκραξε προς αυτόν ο Καλούμπας, άμα τον είδε να έρχεται χωρίς τον υιόν του. Έλα, κι' ας κουρεύεται! — Καλλίτερα, λείπει κι' ο μπελάς του, παρετήρησεν ο Νειόγαμπρος. Ο γέρων θαλασσινός έκυψεν, έλυσε την μπαρούμαν, κ' επήδησε στη βάρκα. Ομοίως και οι άλλοι δύο. — Μου έβγαλε την ψυχή ανάποδα, το διαολόσκυλλο, είπεν ο· Μπαμπούκος, να τρέχω να τον κυνηγώ. Ήτον πράγματι πολύ ωργισμένος.

Κι' η Αθηνά δεν έβγαλε μια λέξη, μον σωπούσε, κι' άγρια ας την έπιανε ο θυμός σκασμένη με το Δία· μα απ' το θυμό ξεχείλισε η Ήρα και του κάνει Τι είναι που κάθεσαι και λες, γιε φοβερέ του Κρόνου; 25 Πώς θες τους κόπους άδικα στη μέση να μ' αφήκεις, όσο ίδρωσα ίδρο κι' έσπασα τα ζα στρατολογώντας, τι του Πριάμου είχα στο νου το σόι να ξεκληρίσω.

ΧΡΕΜΗΣ Και η γυναίκα έχει νου, επρόσθεσεν ακόμη, και κομποδένει τον παρά, κι' ούτε έβγαλε καμμιά φορά από το στόμα μυστικό κατά τα θεσμοφόρια, ενώ η ευγένειες μας το βγάζουμ' απ' τα όρια. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μα τον Ερμή! σε βεβαιώ κ' εδώ δεν είπε ψέματα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Βρε και με μάρτυρας μπροστά τα ίδια καταντούνε.

Την εξεχιόνισε καλά, έστησε τον ιστόν, εδοκίμασε το ιστίον, τους τροπωτήρας, προσέδεσε τον φλόκον, έβγαλε τα νερά, κ' έβλεπε προς την ακτήν, κάποιον αναμένων. Έβλεπεν όμως υπόπτως και τον ουρανόν και τα κατέναντι βουνά. — Τα κατέβασε πάλιν τα μούτρα της η Ζαγορά! εψιθύρισεν, ιδών κατάμαυρον το Πήλιον. Και κατελήφθη αίφνης υπό συνεχών χασμημάτων, και ήρχισε να συλλογίζηται.

Οπόταν η βασίλισσα εθεώρησεν ετούτους τους αβύσσους, έβγαλε μίαν μεγαλωτάτην φωνήν από τον φόβον της, και τέλος πάντων ο Χάνης έχασε κάθε υπομονήν και εμβήκεν εις αδημονίαν.

Πιο πολύ όμως μπήκε καρφί στο μάτι του ο Στηλίχωνας από τη Δύση, που καθώς είδαμε όλο αφορμή γύρευε ν' ανακατεύεται στ' ανατολικά· αγκαλά το Στηλίχωνα εύλογο είτανε να τον αντιπολιτεύεται ο καθένας, μάλιστα όταν ακούστηκε πως μελετούσε ατός του να κατέβη και να βάλη την Πόλη σε τάξη. Ως και το Σενάτο τότες έβγαλε απόφαση πως ο Στηλίχωνας είναι κοινός εχτρός.

Και αμέσως η μικρά κόρη, διά να έχη ελευθερίαν εις την εργασίαν της, έβγαλε το σαλάκι, με το οποίον την είχε τυλίξει το πρωί η μητέρα της, και ήρχισε να συγυρίζη τα πάντα με προθυμίαν. Εις ολίγην ώραν όλα ήσαν έτοιμα· αλλ' η γρηά ανοίγει τότε μίαν άλλην θύραν, δίπλα εις το κρεβάτι της. — Βλέπεις τι είνε εκεί μέσα; την ερωτά.

Φθάνοντας ως τόσον η νύκτα ο Βαχμάν επήγε και εκάθησεν εις ένα σκαμνί, και έκαμε να του βάλλουν δύο κηρία αναμμένα έμπροσθέν του επάνω εις μίαν ταύλαν· έβγαλε το σπαθί του από το θηκάρι, διά να το έχη έτοιμο να το μεταχειρισθή, αν του ήθελε κάμει χρεία, και να το βάψη εις το αίμα μου διά την ατιμίαν πού έκαμα της τιμής του· και εις κάθε στιγμήν με ανάμενε με ανυπομοσίαν διά να με ιδή να υπάγω.

Εγώ επήγα καθώς αυτή με επρόσταξε, και ηύρα τον Ναμαράν που εκάθετο εις το εργαστήρι του. Αυτός ήτον ένας εύμορφος και ευγενής άνδρας, που έμεινα να τον θεωρώ· του εζήτησα και μου έβγαλε διάφορα κομμάτια μεταξωτά, και διαλέγοντας ένα από αυτά, του το επλήρωσα όσα μου εζήτησε· και έπειτα αποχαιρετώντάς τον με ευγένειαν, επήρα το μεταξωτόν και το έφερα της κυράς μου.

Αυτά 'πε και το πρόσωπον εσκέπασεν η γραία, κ' έβγαλε δάκρυα θερμά και με παράπον' είπε· «Ωιμέ, τέκνο, απελπίσθηκα για σε· σ' ωργίσθη ο Δίας ως δεν ωργίσθη άλλον θνητόν, θεόφοβος αν κ' ήσουν· ότι κανείς απ' τους θνητούς του χαιρεβρόντη Δία 365 παχειά μεριά δεν έκαψε κ' εξαίσιαις εκατόμβαις, όσαις εσύ του πρόσφερες, ευχόμενος να λάβης γήρας καλόν και τον λαμπρόν υιόν σου ν' αναστήσης· και τώρα την επιστροφή μόνον εσέν' αρνήθη. και κείνον, αχ!