United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο λαός ως τόσο στο Ιπποδρόμιο θάρρειε πως ο Ιουστινιανός κ' οι αυλικοί του έφυγαν, επειδή φοβηθέντας ο Υπάτιος έστειλε κάποιον Εφραΐμ να μηνύση του Ιουστινιανού νάρθη να χτυπήση τους επαναστάτες στο ιπποδρόμιο, κι ο Εφραΐμ αυτός αντίς να πάη στο παλάτι και να φέρη το μήνυμα το είπε κάποιου σεκρετάριου Θωμά, κι ο Θωμάς εθνικός όντας έβγαλε την ψεύτικη αυτή είδηση, πως έφυγε ο Ιουστινιανός.

Και βιαστικός τους έβγαλε τα τεχνικά άρματά τους 110 γνωρίζοντάς τους, τι και πριν μες στο καραβοστάσι τους είδε, τότε απ' το βουνό π' ο Αχιλιάς τους πήγε.

Θαρρέψανε μάλιστα πως λάθος έγινε και πως τον Κωσταντίνο εννοούσε ο Γαλέριος. Ο Γαλέριος όμως, παραμερίζοντας το λαοπόθητο Κωσταντίνο πήρε από το χέρι το Μαξιμίνο και τον κήρυξε Καίσαρα. Έβγαλε τότες ο Μαξιμίνος τα φτωχικά του φορέματα και ντύθηκε την Καισαρική τη στολή. Άναψε ο Κωσταντίνος βλέποντας τέτοια ταπείνωση, μα ήξερε και να συγκρατιέται· ήξερε και να περιμένη δίχως ν' αλησμονή.

Και αφού εσυνάχθησαν όλοι οι Σοφοί και οι Διδάσκαλοι εις το ντιβάνι, που έμελλε να γένη η διάλεξις, ο βασιλεύς επήγε μοναχός του, και έβγαλε την βασιλοπούλαν την θυγατέρα του έχουσαν σκεπασμένον το πρόσωπόν της, και την έφερεν εις την μέσην του ντιβανίου που ήσαν δύο χρυσοί θρόνοι, εις τους οποίους ανέβηκαν εις τον έναν ο βασιλεύς και εις τον άλλον η θυγατέρα του.

Μαύρο δρόμο τον είπε. Μαύρα τα είπε και τα σημάδια της αγιωσύνης. Τα ράσα, τα ράσα θα με γλυτώσουνε. Μ' αυτά θα πηγαίνω να την παρακαλώ για ψυχές που θα φτερουγίζουνε στον άλλο τον κόσμο παράκαιρα. Δίχως άλλο, φοβερό κακό μας προσμένει. Το πιστεύω εγώ αυτό καθώς πιστεύω τη χάρη της. Λόγο δεν έβγαλε που δεν είχε της αλήθειας τη δύναμη.

Η Γιαννού έβγαλε το χράμι το μάλλινον, το διπλωμένον εις πολλάς πτυχάς, από το καλάθι της, το εξεδίπλωσεν, ετυλίχθη μ' αυτό, κ' έκλινε την κεφαλήν προς την ρίζαν του γηραιού πλατάνου. Απεκοιμήθη.

Πως είχε ο Θεοδόσιος και μερικά καλά, το βλέπουμε από την πολιτική του για την εθνική γλώσσα. Αδιάφορο αν πήρε από την Ευδοκία την ιδέα ή από την Πουλχερία ή από την ασταμάτιστη ορμή της ρωμαίικης φυλής. Σώνει που στα 439 έβγαλε ο Θεοδόσιος νόμο που έδινε την άδεια να γράφη όποιος θέλει τη διαθήκη του στη γλώσσα του τόπου.

Θάκανα και το τάμμα που έχωτη Βαγγελίστρα για το Σπύρο μου, όταν έβγαλε τη βλογιά, . . . και δεν μπόρεσα ακόμη να το στείλω . . . — με τι να το στείλω; . . . Αν περίσσευε τίποτα, αι! θάκανα κ' εγώ, να σου πω, ένα ρούχο να βάλω επάνω μου, που περπατώ τώρα δυο χρόνια με μπαλώματα . . .

Έβγαλε από την τσέπη του ένα πούρο, τ' άναψε και κύτταξε περιφρονητικά τους δυο νέους. — Τι διαβάζετε; τους ρώτησε. — Μόλις το λάβαμε· για ιδές το και συ· είπε ο Δημητράκης, δίνοντας του το βιβλίο, περίεργος να ιδή την εντύπωση που θα τούκανε. Εκείνος το πήρε· μα μόλις διάβασε τον τίτλο και τ' όνομα του συγγραφέα το γύρισε πίσω.

Αλλ' αφού, ευλογημένοι, η ιδέα σας δεν ήτον Να μας δώσετε αφ' όσα σας ζητώ το ένα τρίτον, Πώς εφέρατ' άρον άρον και εμέ στο Βερολίνο, Και μ' εκάματε να γράψω το υπόμνημα εκείνο, Που μου έβγαλε την πίστιν; . . . Α! μα, κύριοι, αυτά Σας το λέγω και εμπρός σας, πως δεν είνε χωρατά.