United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάτι άκουσα, κ' έννοια σου. Περμ. Και πότες βγήκες εσύ ψεύτρα να βγης και τώρα! Πιπ. Άμε στο καλό, καημένη! Κάθεσαι τώρα και συλλογιέσαι ποιος τάννοιωσε και ποιος δεν τάννοιωσε, και δε συλλογιέσαι πως γίνεται μεγάλος γάμος στη γειτονιά. Κ' έχουμε να δούμε δουλειές και δουλειές! Όπου κι αν είνε αρχινάει το στολίδι της νύφης. Περμ.

Εκείνες τις ημέρες εβγήκε λόγος στην Κρασόσκαλα πως ένας Σπετσώτης καπετάνιος ναυτολογεί για τη Μαύρη Θάλασσα. Η αλήθεια είνε πως εγώ το άκουσα τελευταίος. Ο ταβερνάρης που μ' επίστωνε ήρθε ένα βράδυ και μου λέγει στο αυτί: — Πάρε το καρτάκι για χαρτζιλίκι και τράβα στο Μπουγιούκδερε. Γύρεψε το μπαρκομπέστια του καπετάν Μπισμάνη κ' έμπα μέσα. Αυγή χαράματα σαλπάρετε για τη Μαύρη Θάλασσα.

Και αφού τες εδούλευσα διά περιδιάβασιν, η Ρετζία έκαμε να μου δοθή ένα τζιβούρι, και με επρόσταξε να το συντροφεύσω με την φωνήν μου λέγοντας· εσύ σήμερον άρεσες πολλά του Σουλτάνου πατρός μου, έχω επιθυμίαν και εγώ διά να ιδώ αν είναι αλήθεια κατά πως άκουσα.

Ευθύς δε που άκουσα ότι οι τζοβαϊρτζήδες σύντροφοι μου ευρίσκοντο εκεί, επήγα εις τον βεζύρην και έπεσα εις τους πόδας του, και του εδιηγήθηκα την προδοσίαν των συντρόφων μου.

Βγήκα όξω στον κήπο· και με την ιδέα να του δώσω μια τελευταία χαράαυτού, που αγαπούσε πάντα τάνθηέκοψα ένα μισοανοιγμένο ρόδο, το ωραιότερο που μπορούσα να βρω, γύρισα μέσα και το έβαλα στο μαξιλάρι του παιδιού μου, κοντά στο μάτι που μπορούσε κ' έβλεπε ακόμα. Ανίκανος να το υποφέρω περσότερο, βγήκα πάλι όξω στη βεράντα. Αποκεί άκουσα πως μπήκε μέσα ο Σβάντε και κάθησε στο κρεββάτι.

Εγώ είδα τα κόκκαλα κ' εγώ άκουσα για τις φρεγάδες τις βασιλικές. Από τα τόσα τέρατα μόνον εκείνες ηύραν την αθανασία! Αφού παράδειραν για χρόνια στ' ανοιχτά εκατέβηκαν σύγξυλες στους ξανθούς άμμους του βυθού. Η μία βρίσκεται στης Κρήτης τα νερά· η άλλη κάπου στη Ρόδο και οι άλλες δύο ανάμεσα στα Δωδεκάνησα.

Έστεκα εκεί κ' η συγκίνηση μου είτανε τόσο μεγάλη, ώστε δεν μπορούσα να νοιώσω τίποτε από κείνα που έβλεπα. Έβλεπα πως ο γιατρός έστεκε κει κ' αιστανόμουνα πως η γυναίκα μου με κρατούσε αγκαλιασμένον σφιχτά. Έβλεπα καθαρά πως φαινότανε χαρούμενη, μάλιστα πιο πολύ από ευτυχισμένη και πως έπρεπε να είμαι και γω. Άκουσα κάτι για μια λιποθυμία, που τώρα πέρασε και πως ο γιατρός τη θαρρούσε ασήμαντη.

Καλώς σας ηύραμε! . . . Για χατήρι σας, κόντεψαν να μας φάνε τα στοιχειά! Ο Φάλκος ηρώτησε την μάμμην του·Ξέρεις να μου πης, μάνα, τον καιρόν που έκτιζαν αυτό το σπίτι, τι είχαν σφάξει στα θεμέλια; . . . Μην έσφαξαν πετεινό; . . . Γιατί άκουσα έναν πετεινό να μιλή, πολυώρα . . . Η γρηά Φαλκίτσα απήντησεν ευθύμως·

Και κει που τάλεγα, παιδί μου, τον έπιασε μια τρεμούλα και άσπρισαν τα χείλια του, και αγρίεψεν η ματιά του, σαν σεληνιασμένος. — Ω, Παναγία μου! τρεις φοραίς άνοιξε το στόμα του να συντύχη, και τρεις φοραίς άκουσα τα δόντια του να κροτιούνται, παιδί μου, μα την φωνήν του δεν την άκουσα! Έτσι εστριφογύριζε το νεκρόχλωμό του πρόσωπο!

Άκουσα πως σα με φάσκιωσε και με κρατούσε στα χέρια της η μαμμή, έβλεπα το λυχνάρι, και στήλωνα τα μάτια μου κατά το φως. Αυτό δε μου φαίνεται και παράξενο. Το παράξενο είναι που σα μεγαλώσουμε δεν έχουμε τόση γνώση. Χρόνια και χρόνια μπορεί να μένη λαός στο σκοτάδι, και σπίθα να δη, σφαλνά τα μάτια του. Κι αλλοί στον που τίναξε τη σπίθα στη μέση!