Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


— Α! κ' η μαμμίτσα μου αμόνει στ' όνομά σου; — Θεός ξέλει... — Την άκουσα, μητέρα, να το λέη της θειά-Περμάχους, κ' η θειά- Περμάχου της έλεγε... Η ασθενής έκαμε κίνημα όχι περιεργείας ή ανυπομονησίας διά ν' ακούση, αλλά μάλλον αποτροπιασμού όπως μη ακούση τα λεγόμενα. Η μικρά εξηκολούθησε χωρίς να εννοήση·

« Άκουσα ότιτα βουνά » Μαύρη Τουρκιά πλακώνει, » Ότι Σκοδριάνους διαλεχτούς » Δέκα οχτώ χιλιάδες » Από κοντά τους φέρνουνε » Δυο λύκοι, δυο πασσάδες «'Κειός ο Κιοσσέ Μεχμέτ-πασσάς, » Με τον Ομέρ-Βριώνη.» « Έμεινα με σαράντα οχτώ » Συντρόφους, παλληκάρια. » Την Αλαμάνα πιάσαμε. » Ανάφτει το τουφέκι » Και κάθε, κάθε μας φωτιά » Ήταν αστροπελέκι. » Τρεις ώραις πολεμήσαμε » Πίσω 'πό τα λιθάρια

ΦΕΡΔΙΝ. Κύριε, θνητή είναι· όμως αθάνατη Πρόνοια ηθέλησε να την κάμη δική μου· την εδιάλεξα όταν ήτον αδύνατο να ζητήσω συμβουλή του πατρός μου· μήτ' έλεγα πως τον είχα· είναι θυγατέρα τούτου του ξακουσμένου δουκός του Μιλάνου, που τόσες φορές άκουσα να δοξάζεται, και δεν τον είχα ιδεί ποτέ· από τον οποίον έλαβα δεύτερη ζωή, και δεύτερον πατέρα μου τον εχάρισε τούτη η κυρία.

Εκεί που κοιμώμουν, άκουσα ένα μεγάλο σιουμάλισμα και μια φοβερή ταραχή. Βρέθηκα μέσα στη μέση του ανεμοστρόβιλου. Προσπάθησα να φύγω... του κάκου! Είμουν σαν πισταγκωνισμένος. Έκανα να μιλήσω... και δεν είχα φωνή!

Φίλε, είπεν η Ιζόλδη, ίσως τον άκουσα γρηγορώτερα απ' ό,τι νομίζεις. Αλλ' απ' όλες της μεριές μας τριγυρίζουν πονηρίες.

Τα τραγούδια τους ήταν όλα τραγούδια της ζωής τους, του χωραφιού, της στάνης, του καλυβιού, της δουλιάς και της αγάπης τραγούδια και κάπου κάπου και κανένα της ξενιτιάς. Κλέφτικο όμως τραγούδι ουδ' ένα δεν άκουσα. Μα κι ο χορός τους ακόμα δεν ήτον ο πολύδιπλος και ζωηρός εκείνος χορός οπώβλεπα στα χωριά των βουνών.

Και αφού την φρικτή Χάρυβδι, την Σκύλλα, και ταις πέτραις, 260 φυγάμ', ευθύς εφθάσαμε 'ς τ' άγιο νησί του Ηλίου, οπού είν' η πλατυμέτωπαις ωραίαις αγελάδαις, και σαρκωμένα πρόβατα πολλά, κ' είναι δικά του. και ως ήμουν μεσοπέλαγα, μες το καράβι ακόμα, των αγελάδων άκουσα το μούγκρισμα μακρόθεν, 265 και των αρνιών το βέλασμα, 'πουτα μανδριά γυρίζαν. και ό,τι είχε ειπεί θυμήθηκα ο μάντης Τειρεσίας, και η Κίρκη, 'που τόσο πολύ μώχε συστήσ', η Αιαία, να φύγω το νησί του Ηλιού, 'που τους θνητούς ευφραίνει. και τότ' εγώ περίλυπος προς τους συντρόφους είπα• 270 «'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι• να μάθετε τι πρόλεγεν ο μάντης Τειρεσίας, και η Κίρκη, 'που τόσο πολύ μώχε συστήσ', η Αιαία, να φύγω το νησί του Ηλιού, που τους θνητούς ευφραίνει. μέγα κακόν, ως έλεγεν, αυτού μας περιμένει. 275 αλλά παρέξω απ' το νησί στρέψετε το καράβι».

Μητέρα, είπεν έντρομος· άκουσα έναν πετεινό . . . είναι το ζώδιο του σπιτιού μας! Η μήτηρ του δεν απεκρίθη, εκοιμάτο βαθειά. — Πες μου, μητέρα, επανέλαβεν ο Φάλκος, σείων αυτήν διά να την εξυπνήσηεπειδή ησθάνετο τώρα μεγαλειτέραν ανάγκην συντροφιάς, και προ πάντων της ανθρωπίνης ομιλίαςπες μου, τι πράγμα είχαν σφάξει όταν το έχτισαν αυτό το σπιτάκι; Δεν έσφαξαν πετεινό;

Από τα γλαφυρά λαιμοτράχηλα εκατέβαινε κ' έσφιγγε το κορμί ολόχρυσος θώρακας λεπιδωτός κ' επρόβαλε στο αριστερό την ασπίδα κ' έπαλλε στο δεξί τη Μακεδονική σάρισσα. Δεν είχα συνέρθη από την απορία και φωνή γλυκειά ήμερη και μαλακή, σαν το μονότονο ψιθύρισμα προαιώνιας βρύσης άκουσα να μου λέγη: — Ναύτηκαλεναύτη. Ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος; Ο βασιλιάς Αλέξανδρος! εψιθύρισα με περισσότερη απορία.

Ήμην πλαγιασμένος εις ένα ίσκιον, άφινα τας αίγας μου να βόσκουν, κ' εσφύριζα ένα ήχον, ένα άσμα του βουνού αιπολικόν. Δεν εξεύρω πώς της ήλθε να μου φωνάξη·Έτσι όλο τραγουδείς! . . . Δεν σ' άκουσα ποτέ μου να παίζης το σουραύλι! . . . βοσκός και να μην έχη σουραύλι, σαν παράξενο μου φαίνεται! . . . Μόνον ηξεύρω ότι μου έστειλε δι' αμοιβήν ολίγα ξηρά σύκα, κ' ένα τάσι γεμάτο πετμέζι.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν