United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα όμως που τα βλέπουμε και τακούμε, τι χρώματα να τους δώσουμε! Τι να της ψάλουμε της βρώμικης, της σκοτεινής, της μουχλιασμένης ταβέρνας, που κρατάει φυλακισμένους και μασκαρεύει τους αξιώτερους δουλευτάδες μας! Τι τραγούδι να του πούμε του ταβερνάρη που παρακαλεί μες στην καρδιά του να μασσήσουνε τα ποτήρια του! Άκουγέ τον, το βραχνιασμένο τον τραγουδιστή της ταβέρνας!

Από τότε που πέθανε ο Σβεν και δεν μπορούσε νακούη την κρυστάλλινη φωνή του να σμίγη με τους ήχους του πιάνου, η γυναίκα μου δεν ήθελε να τραγουδήση τους σκοπούς, που τους άκουγε πάντα μόνο εκείνος. Μόλις πίστευα τα μάτια μου όταν την είδα να καθήση στο πιάνο και ναρχίση να παίζη. Και σε λίγο αντηχήσανε στην κάμαρα τα λόγια: Λευκέ μου κύκνε, βουβέ, νεκρέ, δε θα σ' ακούσω τώρα ποτέ.

Μέσ' απ’ ταναφυλλητά της άκουγε: Να η Μικρούλα! Να η Μικρούλα ! να! Αυτή που έρχεται, Η παχουλή-η! κι ανάμεσα μπερδεμένον έναν άλλο σκοπό του Λανσιέ που της φαινόταν πως έλεγε: Έλα Λιόλια! έλα Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό Μωρ' έλα Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό ! – Και σα-α-ά δε θες, μην έ-ε-έρχεσαι ! Και-αι σά-α-ά δε θες, μην έ-ε-έρχεσαι Πάω μονάχος, πάω μονάχος.

Κι αφού πήγε στο εξοχικό, εφόρεσε πλούσια φορέματα κι όταν εκάθισε κοντά στον πατέρα του, τον άκουγε που έλεγε τέτοια: 24. — Παντρεύτηκα, παιδιά μου, πολύ νέος κι όταν επέρασε λίγος καιρός είχα γίνει πατέρας ευτυχισμένος, καθώς ενόμιζα.

Μπορεί να είναι για κάποιο κίτρινο γράμμα που είδα στο χέρι της ντόνας Νοέμι. Η ντόνα Νοέμι το διάβαζε και η ντόνα Ρουθ με άσπρο μαντίλι στο κεφάλι σαν καλόγρια, που σκούπιζε την αυλή, στεκόταν ακίνητη ακουμπώντας στη σκούπα και άκουγε». «Ένα γράμμα; Δεν ξέρεις από ποιόν είναι;» «Όχι, δεν ξέρω να διαβάζω.

Ο ξένος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και τον άκουγε, με τον ναργιλέ σβυσμένο, με το μαρκούτσι πεσμένο από τα χέρια του. Οι άλλοι μουρμούριζαν από μέσα τους: «Καλά τα λες, Μπαρμπα-Νικόλα, μα ποιος σακούει!» — Έτσι που λες, κύριε έφορα, ξαναείπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, άμα συνέφερε λιγάκι. Αυτός είνε ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ο Μπαρμπα-Νικόλας είνε το ψοφήμι.

Η Ουρανίτσα ξαφνιζότανε στον ύπνο της, άκουγε τόνομά της «Ουρανίτσα μου, χάθηκαΠεταγότανε από το στρώμα σαν την τρελλή. Τίποτε. Ήταν όνειρο. Μόνο η νοτιά βούιζε όξω, και τα κύματα, που σπάζανε στο μώλο, χτυπούσαν στα τζάμια σα χαλάζι. ...Εκείνο το πρωί σηκώθηκε ήσυχη κ' ευχαριστημένη. Είχε δει καλό όνειρο.

Ο ψεύτικος τυφλός άκουγε και κρατούσε σφιχτά επάνω του το κλεμμένο δισάκι. Άρπαξε το χέρι του Ιστένε και του είπε: «Μείνε μαζί μου, διάολεΈμειναν έτσι με τα χέρια ενωμένα, όπως τους είχε δει ο Έφις να βγαίνουν από την καζάρμα του Φόνι, και έμοιαζε να τον περιμένουν κάπως προκλητικά να μιλήσει.

Ξαφνικά, από τα μισοανοιγμένα τζάμια του παραθύρου όπου έπαιζαν η ακτίνες του φεγγαριού, μπήκε η φωνή ενός αηδονιού. Η Ιζόλδη άκουγε την καθαρή και γλυκειά φωνή που ερχότανε να μαγέψη τη νύχτα, κ' η φωνή ανέβαινε παραπονετικήτόσο γλυκειά που καμμιά σκληρή καρδιά, ούτε φονηά καρδιά δε θα μπορούσε να την ακούση δίχως να συγκινηθή. «Από που νάρχεται αυτή η μελωδία;...» σκέφτηκε η Βασίλισσα.

Ανάθεμα την αρρώστεια, που τον έρριξε στη στερηά! Ας όψεται ο Δεσπότης, ο μπάρμπας του, που τον έφαγε να γίνη παπάς· ας όψεται η γυναίκα του, πούθελε από καπετάνισσα να γίνη παπαδιά, για να τον έχη στο φουστάνι της και να τρώη τις προσφορές του κόσμου. Κι' αυτός τους άκουσε. Άκουγε όλον τον κόσμο. Δεν μπορούσε να πη το όχι.