United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνος πάντα εστάθηκεν αόρατος κυβερνήτης του ξύλου, άγρυπνος φύλακας του θαλασσινού. Εκείνος εύρε πρώτος το τιμόνι κ' έσωσε το μυθικό πλεούμενο με το ανθρώπινο φορτίο του από του διαβόλου την επιβουλή. Και όμως εμείς τόρα τον εκάναμε θανάσιμον εχθρόν. Ποια η τύχη μας; Να τριγύρω τα σκότη και η άβυσσος! — Τίποτα! ετοιμάσθηκα να ρίξω πάλι κάτω τρανολάλητο.

Ο άνεμος περνούσε ορμητικός, αλλά αργά το απόγευμα ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του ανάμεσα στα σύννεφα σκίζοντάς τα και σπρώχνοντάς τα μέχρι τον ορίζοντα και όλα έλαμψαν τριγύρω στα βουνά και στις κοιλάδες όπου η ομίχλη συγκεντρώθηκε σε ασημένιες φωτεινές λίμνες.

Μάθε ότι εις τους χορούς Των πολέμων, ως έσωσεν Η ανδρεία τον στρατιώτην, Ούτω εις αυτούς η ομόνοια Σώνει τα έθνη. Στροφή Α Ον, συ που η φαντασία Φλογώδης των θνητών 'Σάν πτερωμένην βλέπει Παρθένοντον αέρα, Ουράνιον έργον. 'Σ το μέτωπόν σου πάντοτε Άσβεστος λάμπει αστέρας, Ω Νίκη, συσσωρεύονται Τριγύρω σου ματαίως Νύκτες αιώνων.

Και τον καιρόν που οι φίλοι εχαίροντο, έρχεται η μάνα της νύμφης και την παίρνει από το χέρι και εμίσευσαν από εκεί. Έπειτα από ολίγον έρχεται ο Μουφάκ και με παίρνει και εμένα, και με φέρνει εις ένα χοντζερέ πολλά εύμορφα στολισμένον εις τον οποίον ήτον ένα κρεβάτι στολισμένον με χρυσά παπλώματα και τριγύρω του πολλές λαμπάδες αναμμένες.

Είπε, κι' αφτοί παραμερούν κι' αφίνουν να περάσει. Έτσι σαν πήγαν το νεκρό στον όμορφό του πύργο, τον πήραν και τον έβαλαν στο τορνεφτό κλινάρι, κι' άρχισε εκεί των γυναικών το μοιρολόϊ τριγύρω. 720

«Θυμήσου εις την Αττικήν ο ήλιος πώς λάμπει, πώς μ' αιωνίαν άνοιξιν η φύσις λουλουδίζει, πώς πρασινίζουν τα βουνά τριγύρω της κι' οι κάμποι... καίει ο ήλιος εκεί, όταν εδώ χιονίζη. Χαιρέτησε τον έμπορον, χαιρέτησε τους χοίρους, και πέταξε επί πτερών ανέμου 'στην Ελλάδα, να βλέπης πάντα ουρανόν με κυανούς σαπφείρους, και να σφαλούν τα μάτια σου απ' την πολλή 'λιακάδα.

Ποτέ του ήλιου η ευμορφιά, ποτέ της γης η νειώτη Κ' η περηφάνεια του βουνού, του δέντρου η πρασινάδα Κ' η λευθεριά του ξηφτεριού, ποτέ τόση γλυκάδα Τόση κρυφή μοσχοβολιά δεν έχυσαν τριγύρωτο Διάκο που ψυχομαχά.

Μα στ' Αχιλέα ως πέρα πια σαν ήρθαν την καλύβα ολόρθια, πούχαν τ' αρχηγού φτιασμένα οι Μυρμιδόνες μ' ελάτου ξύλα πούσκισαν, κι' οχ τα λιβάδια χόρτο 450 κόβοντας σκέπασαν σκεπή πυκνόφυλλη από πάνου, και τούφτιασαν μεγάλη αβλή τριγύρω με παλούκια πυκνά, και κλιούσε μάνταλος την πόρτα του ελατένιος ένας και μοναχός, που τρεις νομάτοι τον σφαλνούσανκαι τρεις το κλείστρο το τρανό ξανάνοιγαν της πόρτας455 οι άλλοι, μα κι' αβοήθητος τον σφάλναε ο Αχιλέας· τότε ο καλόθελος θεός τον άνοιξε του γέρου, κι' έμπασε μέσα τ' αρχηγού τα ζηλεμένα δώρα.

Ακόμη και τα φαντάσματα εκείνη τη νύχτα δεν τολμούσαν να βγούνε, τόσο φως υπήρχε τριγύρω. Και το νερό μουρμούριζε μοναχικό, χωρίς να το συντροφεύουν τα χτυπήματα από το πλύσιμο των ρούχων των πάνας. Και τα φαντάσματα ήταν γαλήνια εκείνη τη νύχτα. Ο υπηρέτης μόνο δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν την ιστορία του Τζατσίντο και του λιμενάρχη και δοκίμαζε μιαν ατέλειωτη γλύκα, μιαν ατέλειωτη θλίψη.

Βούηξε η Παραμυθιά με την άτιμη την καταλαλιά, βούηξαν και τα τριγύρω χωριά. Όλοι τάκουγαν το τρομερό το κρυφό, όλοι τόκριναν και το κατάκριναν και το ψιλολογούσαν. Όλοι, εξόν εκείνοι που έπρεπε πρώτα πρώτα κάτι να μάθουν, κάτι να τους σφυρίξη κανένας φίλος αληθινός, που αν είνε και ψέματα, να διαφεντέψουνε την τιμή τους οι άμοιροι. Ως τόσο βρέθηκε σε δυο μέρες μέσα κι αυτός ο ήρωας.