Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Στο χουγιατό αυτό της γυναικός της υστερνής, όλες οι γυναίκες εστριμώχτηκαν δεξιά και ζερβιά του μονοπατιού, για να κάνουν τόπο να διαβή το μουλάρι, πούχε ψηλά του έναν άνθρωπο κουκουλωμένο με πλατειά και μακρειά καπότα. Έρριξαν όλες τα μάτια τους περίεργα απάνω του, για να καταλάβουν ποιος είταν εκείνος ο άνθρωπος, που δεν ώμοιαζε για χωριανός τους, αλλά καμμιά δε μπόρεσε να καταλάβη τίποτε.

Εγώ τουλάχιστον, σε βεβαιόνω, εξηκολούθησεν η αγαθή γυνή μετά πικρού μειδιάματος, κατήντησα να μην ομιλώ παρά όταν μαλόνω τους υπηρέτας . . . . Αυτοί οι πτωχοί με το τίποτε είνε πάντα ευχαριστημένοι, εύθυμοι, διασκεδάζουν αδιάκοπα, τραγουδούν, χορεύουν, χαίρονται την ζωήν των τέλος πάντων. Διατί αυτό; — Διατί! είπε καθ' εαυτόν ο χρηματιστής, περιπατών σιγά άνω κάτω εν τη αιθούση.

Ούτε είναι πολύ φρόνιμον πράγμα να εμπιστευθή κανείς τον εαυτόν του και την ψυχήν του εις τα ονόματα διά να καταγίνεται εις αυτά, έχων πεποίθησιν και εις αυτά και εις εκείνους οι οποίοι τα έθεσαν, και ως να γνωρίζη τίποτε, να κατακρίνη μετά πεποιθήσεως τον εαυτόν του και τα όντα ότι δεν υπάρχει τίποτε το στερεόν εις κανέν πράγμα, αλλά τα πάντα καταρέουν ως κεραμίδια, και ότι όλα τα πράγματα είναι καθώς εκείνοι οι οποίοι πάσχουν από καταροήν, και είναι κατακυριευμένα από το ρεύμα και την καταροήν.

Όταν δε παρουσιασθή ανάγκη να ομιλήσης δημοσία και οι παρόντες σου προτείνουν θέμα ομιλίας, όλα όσα είνε δύσκολα να τα παριστάς ως εύκολα και να τα εκφαυλίζης, λέγων ότι δεν εξέλεξαν τίποτε σοβαρόν• άμα δε εκλέξουν το θέμα, μη διστάσης και μη βραδύνης ν' αρχίσης, αλλά λέγε ό,τι σου έλθη εις την γλώσσαν και μη φροντίζης διά την σειράν, ώστε το πρώτον να είνε πρώτον και το δεύτερον μετ' αυτό και το τρίτον έπειτα• αλλ' εκείνο το οποίον θα σου έλθη πρώτον λέγε το εις την αρχήν, αδιαφορών αν η περικνημίς θα τύχη εις το μέτωπον, εις την κνήμην δε η περικεφαλαία.

Μετά είκοσι λεπτά ο Γούμενος επαρουσιάσθη. Είτε η ψαλμωδία μας τον εξύπνησεν, είτε ήθελε να εξυπνήση. Επλησίασα προς την πύλην του ιερού την βορείαν και του εξηγήθην·Πάτερ, διά να μαζωχθή ο κόσμος και να ζεσταθή, εκρίναμεν καλόν ν' αρχίσωμεν τον « Πολυέλεον», χωρίς να σας βιάσωμεν εις τίποτε. Πιστεύω ότι δεν ηνωχλήθητε. — Καλά, καλά. Τέλος ηξιώθην να ψάλω το «Πεποικιλμένη» και τούτο αρκεί.

Ήταν πιθανώτατα πολύ κοινοί τύποι με τίποτε που να ήταν αλλόκοτο ή αξιοπαρατήρητο ή φανταστικό στην όψη. Ο μεσαιών, όπως τον εγνωρίσαμε στην Τέχνη, είναι απλώς μία ωρισμένη μορφή ύφους και δεν υπάρχει κανείς λόγος γιατί ένας καλλιτέχνης μ' αυτό το ύφος να μην έπρεπε να γεννηθή στον δέκατον ένατον αιώνα. Κανένας μεγάλος καλλιτέχνης δεν βλέπει τα πράγματα όπως ακριβώς είναι.

Τίποτε, εψέλλισεν ο Μάχτος αμηχανών. — Τρέχει τίποτε; — ΌχιΔιατί ήλθες και έφυγες ευθύς; επέμενεν η Αϊμά. — Ήθελα να κόψω ένα λουλούδι, είπεν ο Μάχτος. — Δεν κόβεις όσα θέλεις; Και ο Μάχτος επανελθών εις τον κήπον έδρεψεν ίον τι. — Αυτό μόνον ήτον; είπεν η νεάνις. — Βέβαια αυτό. — Και μ' ετρόμαξες. — Σ' ετρόμαξα; όχι, Αϊμά. — Πώς όχι;

Κι όταν η μαμά ρώτησε αν περίμενε πολλή ώρα εκεί, απάντησε: — Βέβαια, αλλιώς θα μ' εύρισκε η Άννα. Και τότε θα έπρεπε να πάω να κοιμηθώ. Η μαμά δεν απάντησε τίποτε σ' αυτό. Της είτανε δύσκολο να του πη πως δεν έκαμε καλά. Η αθώα του αγάπη, που είταν αφορμή της ανυπακοής του, τον υπεράσπιζε από κάθε μάλλωμα κι ο Σβεν το γνώριζε αυτό καλά.

Δεν θυμούμαι τίποτε. — Ήσουν πολύ μικρή τότε. — Δεν θυμούμαι. — Και όμως, είπε βιάζουσα την γλώσσαν η Σιξτίνα, διότι ησθάνετο δυσκολίαν όπως κινή αυτήν, αν και ήσουν μικρή, έπρεπε να θυμάσαι. — Διατί; — Διότι έκαμες εις τα χέρια μου. — Πώς; — Έζησες καμπόσους μήνας σιμά μου. — Εγώ; — Ναι. — Πότε; — Εις εκείνον τον καιρόν. — Πού; — Σοι το είπα, εις την Ρόδον. Η νεάνις εκίνησε τους ώμους.

Τότε εκείνος πήρε το θάρρος να την κοιτάξει μέσα στα μάτια και μια απάντηση μόνο: «δεν είμαι από εκείνους που πληρώνονται» γέμισε το στόμα του με πικρό σάλιο, αλλά κατάπιε τις λέξεις και το σάλιο, επειδή είδε την ντόνα Έστερ να τραβάει το πανωφόρι της Νοέμι και την ντόνα Ρουθ, χλωμή, να τον κοιτάζει ικετευτικά και κατάλαβε ότι όλες μάντεψαν την απάντησή του επειδή ήξεραν ότι δεν ήταν ένας υπηρέτης εκείνος που μπορούσε να χρηματισθεί ή καλύτερα ήταν, ναι, ένας υπηρέτης που τίποτε στον κόσμο δεν μπορούσε να τον ανταμείψει. «Ντόνα Νοέμι!

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν