Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Οι αγύρται έστησαν δύο εργαλεία και ήρχισαν τάχα να υφαίνουν, χωρίς να έχουν πραγματικώς ούτε στημόνι ούτε υφάδι· εζήτησαν μετάξια και χρυσάφια πολυτελέστατα, αλλά αυτά όλα τα έκρυβαν, και εδούλευαν εις τα ψεύματα και χωρίς τίποτε τα εργαλεία, από την αυγήν έως τα μεσάνυκτα. — Ήθελα να εγνώριζα πως προχωρεί το ύφασμα, είπε μέσα του ο βασιλεύς.
Ήτο τάχα τόσον αποκρουστικός και τόσον ανίκανος να εμπνεύση αγάπην εις γυναίκα; Αλλ' η χήρα είχε την εναντίαν ιδέαν.
Τι την έμελλε τάχα, τ' είχε να φοβηθή; Από της παιδικής της ηλικίας, ότε με τ' άλλα βλαχόπουλα εμιμείτο την φωνήν του τέτιγος με σύριγγας εκ τσιμοκαλάμων, μέχρις ου υπανδρεύθη, διήλθε την ζωήν της, ημέραν και νύκτα, εις τους αγρούς με τόσους βοσκούς, νέους λεβέντας και ποτέ δεν εφοβήθη τι.
Και έτρεχεν εκείνο αστραπηδόν και πάλιν ίστατο και πάλιν ξανάτρεχε, εντός της οικίας γρυλλίζον με χαράν τώρα, εν ώ δύο γάτοι, άρρενες μεγάλοι και γηραιοί με παχείς λαιμούς και στιλπνόν κοκκινόλευκον τρίχωμα, το έβλεπον μελαγχολικώς μακρόθεν, κάμνοντες τάχα πως εκοιμώντο, καθήμενοι επί των οπισθίων ποδών παρά την θερμαίνουσαν εστίαν, ως δύο καπνοδοχεία παριστώντα γάτους.
Η παιδίσκη έσειε τους ώμους. Δεν ήξευρε τι να ειπή. — Πώς σε λένε, κορίτσι μου; — Και την αδερφή σου; Η Φραγκογιαννού εσκέφθη· «Θα φωνάξουν τάχα; . . . Θ' ακουστή; Πού ν' ακουστή! . . . Πρέπει να κάμω γρήγορα, προσέθηκε μέσα της.
Ο Έφις ένοιωθε να τον παίρνει μακριά κάτι που έμοιαζε με ορμή του ανέμου: αναμνήσεις και ελπίδες τον ανύψωναν. Περίμενε τον Τζατσίντο, και ο Τζατσίντο ερχόταν τάχα να του φέρει φανταστικά νέα: ότι βρήκε δουλειά, ότι κράτησε την υπόσχεσή του να είναι η παρηγοριά για τις ηλικιωμένες θείες του. Και ότι τάχα ο ντον Πρέντου είχε ζητήσει τη Νοέμι να γίνει γυναίκα του…
Η μάνα του δωκάτου, πάγαινε κάθε αβγινή να λεφκάνη τάχα στο Βαθυλάκωμα κ' εδεχότανε ολόχαρη και γελαστή του Αργύρη της την καλημέρα, που την κατέβαζε της σπηλιάς το δροσάτο νερό. Έγερνε μάτα στο χωριό η Ζαχαρούλα, κ' εμέρναε με τη φτωχολογιά την γλυκειάν καλημέρα τ' Αργύρη της, κ' έπαιρν' εφκές κ' εφλογίες από τόσα στόματα πεινασμένα του Νάκο-Μήτρα τάξιο παληκάρι.
ΒΕΡΑΛΔΟΣ Και επειδή τάχα το είπε πρέπει και να γίνη; Χρησμός είνε τα λόγια του; όποιος σ' ακούει θα νομίζη πως ο κύριος Πυργγόν κρατεί στα χέρια του το νήμα της ζωής σου και έχει τη δύναμι να το μακραίνη και να το κονταίνη σύμφωνα με τη θέλησί του.
Τάχα δεν εδραπέτευσαν μαζί τα παιδία, φεύγοντα την σκληρότητά της; Τάχα ο Γιάννος δεν ανεκοίνωσεν εις την Μάρω τα διατρέξαντα, ένα, ένα, και το παιγνίδι των και η αρπαγή της κτένας και το κυνήγι των ήσαν προσποίησις διά ν' απομακρυνθούν επιτηδειότερον αυτής; Αλλά πού τόσον μικρά παιδία να σκεφθούν τοιούτον τι· δεν ήτο δυνατόν!
Το κεφάλι μου αργοκυλώντας μέσ' από τα σημαιοστόλιστα πλεούμενα, ήρθε και άρραξε στην ακρογιαλιά κ' εβγήκαν οι νιές περδικοστήθες, με τα κίτρινα φακιόλια και τα λαμπρά γκόλφια τους, και ήρθαν τα λεβεντόπαιδα με τα τσόχινα βρακιά και τα πλατειά ζωνάρια τους, μ' εκύταζαν κ' έλεγαν με απορία: Τίνος είνε τούτο το κεφάλι; Ήρθαν μαζί οι φίλοι και οι συγγενείς, μ' έβλεπαν κ' εκείνοι κ' ερωτούσαν κ έλεγαν: Τάχα τίνος είνε τούτο το κεφάλι; Εγώ τους άκουα κ' εστενοχωριόμουν που δεν μ' εγνώριζαν κ' ήθελα να τους φωνάξω: — Δικό μου είνε, του Καληώρα, του βλάμη σας· και πώς δεν το γνωρίζετε; Εμένα με γνωρίζουν οι στράτες και τα διάβατα, με τρέμουν τα βαγένια και τα καπηλειά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν