Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Όταν τον ιδώ, θα του είπω: «Η διαγωγή σου είναι αξία απελευθέρου». Εάν τούτο δεν επιτύχη, ουδέν θα επιτύχη. — Ευχαριστώ μ' όλα ταύτα, απήντησεν ο στρατηγός. Κατόπιν μετέβη εις του Βινικίου, τον οποίον εύρεν ασχολούμενον εις την οπλασκίαν μετά του γυμναστού του. Ευθύς ως έμειναν μόνοι, η οργή του Αούλου εξέσπασεν εις χείμαρρον επιτιμήσεων και λειδωριών.
Έρχουνται τα κύματα, φαρδιά φαρδιά με τον αφρό τους, έρχουνται και απλώνουνται, ξαπλώνουνται και φωνάζουν της αμμουδιάς· «Έλα, έλα μαζί μας, εσύ που μας μαγέβεις και μας τραβάς, έλα να σε τραβήξουμε και μεις, έλα να σε πάμε πέρα στανοιχτά.» Μου φάνηκε σα να είταν το τραγούδι της αγάπης. Εσύ που κοιμάσαι στην ακρογιαλιά, έλα, φωνάζει κ' η αγάπη, έλα νανοίξη ο ουρανός, νανοίξη κ' η ψυχή σου.
Κύμα αγανακτήσεως πλημμυρήσαν έπνιγε την φωνήν εν τω λάγυγγι αυτής. Την φοράν ταύτην ο Πρωτόγυφτος ηναγκάσθη ν' απολογηθή, αλλ' όπως συμβαίνει εις πάντας τους μη κατέχοντας την τέχνην του ήττονος λόγου, τους ανεπιτηδείους, έμελλε να καταστήση τα πράγματα χείρονα διά της απολογίας του. — Και τι σου φταίω εγώ, αφού συ αγαπάς τον ύπνον, είπε μετά σαρκασμού.
Εμένα ο κύρης μου μανίζει πότε λίγο και φωνάζει, μα δεν είνε κακός. Ο δικός σου δεν κατέω ... Πυροβολισμός αντηχήσας από μικράς αποστάσεως τον διέκοψε. Δύο τρυγόνια επέρασαν κατεπτοημένα και εκ των πτερύγων του ενός έφευγον πτίλα. — Θάν' αδερφός μου, είπεν η Πηγή με ταραχήν. Οντέν έφυγε 'πήρε το τουφέκι του και θάν' επαδά κάτω και κυνηγά.
Δεξιά, και ζερβά, ομπρός και 'πίσω και όσο βλέπει το 'μάτι εκτείνεται, θαρρείς ατελείωτη, μία βουνοσειρά απόκρημνη, με συχνές, απότομες, πολύσχημες παραλλαγές, γυμνή δε και σαν γλυμένη από της βροχές, με σπάνια, πού και πού αγριόχορτα, τα μόνα σημάδια της ζωής, μέσα εις εκείνη τη νέκρα, στην ακινησία την αιωνία, μέσα στον ασάλευτο εκείνον κόσμο, τον άγριο, οπού θαρρείς πως κάτι θέλει να σου πη, μα που κρατεί τα λόγια του κρυμμένα, βιβλίο μυστικό, γραμμένο σε άγνωστη, όχι ανθρώπινη γλώσσα.
Οι άνθρωποί μου όλοι είναι καλοί και διαλεκτοί· τα χρέη των τα ’ξεύρουν δεν εντροπιάζουν την τιμήν και το αξίωμά των. — Ω Κορδηλία, διατί το ελαφρόν σου πταίσμα να μου φανή τόσον φρικτόν; Και πώς να μου στρεβλώση το φυσικόν, και την καρδιάν να μου την ξετοπίση, και εις χολήν την τόσην μου αγάπην να γυρίση; Ω Ληρ, ω Ληρ! Κτύπα εδώ, ν' ανοίξη, Ληρ, η θύρα να έμβη η τρέλλα και ο νους να φύγη!
Αρετούλα μου, τώρα πια το νοιώθω πως είσαι δική μου· γιατί εγώ το είπα και με κερνάς. Η καινούργια η πατρίδα σου θα τραντάξη με την ομορφιά σου. Κορώνα μου και καμάρι θα σέχω, με του πουλιού το γάλα θα το θρέφω ταγγελικό σου κορμί. Θάρχεται να μας βλέπη ο Κωσταντής, και θα παίρνη μαζί του τα φυλλοκάρδια μας για παρηγοριά της μαννούλας. Δέσπω. Άμποτες, παιδάκια μου, άμποτες.
Αλλά και αν θέλης ν' ακούσης μίαν ωραίαν φωνήν, πού αλλού δύνασαι να εύρης συναυλίαν πολυφωνοτέραν και αρμονικωτέραν; Αλλ' εάν περισσότερον σου αρέσουν οι ήχοι του αυλού και της σύριγγος, και τούτους δύνασαι αφθόνως ν' απολαύσης εις την όρχησιν.
Και μετά ολίγην ώραν ενώ εγώ ήμουν εις την οικίαν του, μου λέγει ο ράπτης, ότι έξω ένας γέροντας βαστά το τσεκούρι και τα παπούτσια σου, που έχασες, ως του είπον οι άλλοι ξυλάδες και θέλει να σου τα εγχειρίση ο ίδιος. Εις ταύτα τα λόγια εγώ άρχισα να τρέμω.
Η Νοέμι χαμογέλασε με ένα χαμόγελο όμως στραβό που έφερε το στόμα και το μάτι της προς το αριστερό της αυτί. «Έφις», είπε με ύφος αυστηρό, «μιλάμε για τον Τζατσίντο. Εσύ, όταν ήταν να έρθει, είπες: «Εάν η συμπεριφορά του είναι άσχημη, εγώ θα τον ξαποστείλω». Το είπες ή όχι;» «Το είπα.» «Τότε να κρατήσεις τον λόγο σου. Ο Τζατσίντο είναι η καταστροφή μας.» Ο Έφις χαμήλωσε για μια στιγμή το κεφάλι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν