Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Ξαναναιβαίνει δέκα οργυιές, πηγαίνει κι’ άλλες τόσες, Όλο αναιβαίνει, προχωρεί, πηγαίνει και πηγαίνει, Περνάει τες σαράντα οργυιές, αδιάκοπα αναιβαίνει, Δεν τον φοβίζει ο κίντυνος, δεν τον νικάει ο φόβος, Αγκομαχάει, στέκεται, ξανακινάει πάλι, Και πάλι ματαπροχωρεί, πηγαίνει και πηγαίνει, Ματόνουνε τα χέρια του, τα πόδια του ματόνουν Και πάλι ματαστέκεται και πάλι αγκομαχάει... Γλυστράει και ξεσέρνεται ψηλά στους άγριους βράχους, Κι’ εκεί που ξεσερνόντανε και πήγαινε ίσια κάτω, Στην άχανη στην άβυσσο ν’ αφανιστή, να πάη, Επιάστηκε και στάθηκε κι’ άρχισε πάλι αγάλια Να ματασκαρφαλόνεται και να ματαναιβαίνη.... Ματαναιβαίνει, προχωρεί και ματαπάει, πάει Κι’ όλο ζυγόνει στης σπηλιάς τη φοβερή τη θύρα.

Και διακόπτων την διήγησίν του λέγει: — Αν είναι, θαρθή απόψε, παπά-Κονόμε. Ο ιερεύς ανετινάχθη επάνω. Ο βοσκός εξηκολούθησεν: — Δεν της έκαμες σήμερα τα σαράντα; Ε, αν είναι, απόψε θαρθή. Εφάνηκε τη βραδειά που απέθανε, στα τρίμερα και στα νηάμερα· καθώς σου είπα, θα φανή και στα σαράντα. Δεν είναι δυνατόν. Ο αγρότης περίεργος υπελόγιζε τας ημέρας και ανέμενε την νέαν οπτασίαν.

Α! αυτός ο λιμήν είχεν όλους τους μυθολογικούς χαρακτήρας, ους ηδύνατό τις να επιθυμήση διά μεγάλην επιχείρησιν. Ωμοίαζε με το πολάτι των Σαράντα Δράκων ή με το Κάστρο της Ωρηάς. Εις κάθε νέας εκλογάς επροκηρύσσετο η εργολαβία· εις κάθε διάλειμμα μεταξύ δύο εκλογών η εργολαβία εγκατελείπετο.

Αν είναι αλήθεια πως σαράντα μέρες ύστερ' από την πυρκαγιά είταν αρχινημένο το θεμέλιωμα του καινούριου ναού, πρέπει να τοιμάζουνταν ο Ιουστινιανός για το νέο χτίσιμο πριν την πυρκαγιά. Ή σαράντα όμως ή πιώτερες, ξέρουμε πως σ' έξη περίπου χρόνια τέλειωσε ο ναός, και στα 537, 24 του Χρίστου, τελέστηκαν τα εγκαίνιά του.

Βασταγμέναι και βασταγμέναι. Δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν, αυθέντα, πού θα πάη αυτή η ιστορία. — Τι θέλεις να το ηξεύρης; ηρώτησεν απαθώς ο οικοδεσπότης, και τα χονδρά του χείλη εμόρφασαν παραδόξως. — Λέμε δα, αυθέντη, να ξεύρωμε και 'μείς κάπως πού πατούμε . . . . — Αφού δεν πατείς διά λογαριασμό σου, τι σε μέλει; Αύριο κύτταξε να μου κάμης όσας ημπορέσης . . . — Με τα σαράντα; αδύνατον.

Πάντοτε όμως εφρόντιζε να κάμνη το καλόν διά τούτο και την ωνόμαζον όλοι &Καλήν μάγισσαν&. Από την χαμηλήν καλύβαν της, την καπνισμένην, εγλύκαινε της γεροντοκόρης τον ύπνον, του ορφανού την ζωήν, του ψυχορραγούντος τας τελευταίας στιγμάς· ενεθάρρυνε τον καταπονεμένον από τας καταδρομάς της τύχης, τον απηλπισμένον ένεκεν ατυχούς έρωτος· αντήμειβε την τιμήν και την ειλικρίνειαν, κάμνουσα να την αναγνωρίζουν όλοι· επροστάτευε τον πτωχόν γεωργόν και τον κατάχρεων ποιμένα· εχειραγώγει κ' επανέφερεν εις τους κόλπους των οικογενειών των τους ανδρειωμένους, όσοι επλανώντο αναζητούντες το Αθάνατο νερό, ή τον Μαγεμένον Καθρέπτην, τον οποίον φυλάσσουν αγρυπνούντες κάτωθεν χρυσομηλιάς σαράντα δράκοντες, ή την Μαγεμένην Κασέλα, ήτις πετά εις τα ύψη 'σάν πουλάκι· συνεβούλευε την λύσιν διαφόρων αινιγμάτων εις τα βασιλόπουλα, όσα είτε από κακήν των τύχην είτε από μονομανίαν επροτίμων ή να χάσουν την ζωήν των ή να πάρουν γυναίκα την ωραίαν και πλουσίαν αινιγματοθέτιδα· έδιδε κατά την ημέραν του Άι-Γιανιού του Ριζακάρη καλόν ριζικόν εις της λυγερές, έκαμνε ν' ανθίζη πάλιν υπό το προσκέφαλόν των η ψημένη αγριαγκινάρα κ' έστελλεν όνειρα σύμφωνα με τους πόθους των, όταν έτρωγον την αρμυροκουλούραν.

Και όλον το ήθος του, η όψις του οι τρόποι του, αι κινήσεις του, και τώρα ακόμη μετά σαράντα έτη, καθ' ην στιγμήν εισήρχετο εις τον ναΐσκον, εφαίνετο ότι ήτο εις νεύματα και χειρονομίας μετάφρασις ή μιμική παράστασις του παλαιού διστίχου: Στο Σκιάθο και στο Σκόπελο ποτέ κατής δεν κρένει, γιατί ην, λιμέρι του Σταθά, βίγλα του Νικοτσάρα.

Μίαν νύκτα-ήτο σαββατόβραδοτο πρωί είχε κάμει της Κουκκίτσας του τα σαράντα εις την Παναγιάν-Κεχριάν· έμεινε παράωρα εις το ερημοκκλήσιον. Τα κανδηλάκια εφεγγοβολούσαν ένα ιδιαίτερον λαμπρόν και αιγλήεν φεγγοβόλημα οπού ποτέ άλλοτε δεν το ενθυμείτο. Όλος ο ναΐσκος, με τα εν αυτώ αντικείμενα, φωτεινώς κατηυγάζετο.

Αλλά και ο Τριστάνος, που πολύ τον ντρόπιαζε η υποψία ότι αγαπούσε το θείο του με υστεροβουλία, τον ηπείλησε: ότι αν ο Βασιληάς δεν κάνη το θέλημα των βαρώνων, θάφευγε από την αυλή και θα πήγαινε να υπηρετήση τον πλούσιο Βασιλέα της Γαβοΐας. Τότε ο Βασιληάς έβαλε προθεσμία στους βαρώνους του: σε σαράντα μέρες θάλεγε την απόφασί του.

Δι' ένα όμως ή δι' άλλον λόγον υπερέβη το τεσσαρακοστόν και έφθανεν εις τα σαράντα πέντε, χωρίς να πραγματοποιήση τον πόθον της, αλλά και χωρίς ναποβάλη την ελπίδα.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν