Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Δεν είχε αποτελειώσει ο φιλόσοφος ετούτους τους λόγους και έρριξε τους οφθαλμούς του εις ένα από τους σαράντα σκλάβους του· και τον επρόσταξε διά να μισεύση χωρίς να του ειπή άλλο· ο σκλάβος έγινεν άφαντος, και μετά ολίγες στιγμές εξαναγύρισε με την βασιλοπούλαν Ρετζίαν.
Επεριπάτησα το λοιπόν εις εκείνην την στράταν που έδειξε· και το θαυμασιώτερον και το παραδοξότερον είνε που επεριπάτησα σαράντα ημερών διάστημα χωρίς να επιθυμήσω να φάγω, ή να πίω· το σερμπέτι που εκείνο το πουλί μου έβαλεν εις το στόμα, μου εσήκωσε την πείναν και την δίψαν.
Πλανήθηκε σαράντα μέρες δρόμο, πέρασε σαράντα πολιτείες, και διάβηκε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, ως που να φτάση στο μέρος που ξενειτεύονταν ο αδελφός του. Δε γνώριζε κανένα, ούτε κανένας πατριώτης βρίσκονταν εκεί. Είταν μεγάλη Παρασκευή, όταν μπήκε σ' αυτήν την πολιτεία, μέσα στην Ανατολή, κοντά στην Κόνια.
Εάν δε κανείς κτυπά τον συνομήλικόν του ή τον άτεκνον γεροντότερόν του, και ο γέρων τον γέροντα και ο νέος τον νέον, αυτός ας τον αποκρούη συμφώνως με την φύσιν χωρίς οξύ όργανον με γυμνάς χείρας, όστις δε περάση τα σαράντα έτη της ηλικίας του, εάν συγκρούεται με κανένα ή επιτιθέμενος ή αμυνόμενος, θα είναι πρέπον να θεωρηθή αγροίκος και δουλοπρεπής και χαμερπής και να λάβη εξευτελιστικήν τιμωρίαν.
ΚΑΝ. Κυρ αστρονόμο μου να ζης π' ούναν το Κρητικάκι; ΑΣΤ. Σαράντα χρονών άνθρωπον τον έκαμες παιδάκι, και τι τον έχεις; ΚΑΝ. Ξάδελφο να τον ιδιώ λιγάκι.
— Καθώς με είδες 'ς τον ύπνο σου Λαλεμήτρο, είπε τότε η Θωμαή. Εγώ σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες άναβα τα κηράκια 'ς την εκκλησίτσα του, και ελιβάνιζα την εικόνα του, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες, σαν να μου έλεγε κάποιος ότι κακό θα πάθης, και ο Μεγαλομάρτυς σου τα έφερνεν εκεί μπροστά σου, τα κηράκι μου και το λιβάνι μου.
Μου ωμολόγησε περιπλέον ότι τα λόγια που είπα, οπόταν την είδα εις την στράταν της εδιαπέρασαν την καρδίαν και με εστοχάσθη με επιμέλειαν, και ότι η θεωρία μου της άρεσε, και διά τούτο αποφάσισε με εμένα να χαρή τα πλούτη, που ο πατέρας της εις διάστημα σαράντα χρόνων είχεν αποκτήσει.
Ενώ η Κώσταινα βρίσκονταν μοναχή της, με τες σκέψες της και με όσα της θύμιζαν τα σαράντα χρόνια του ζωντανού ξεχωρισμού, κι' η λειτουργιά είταν στο «&εξαιρέτως&» ανοίγει απ' έξω η θύρα της εκκλησιάς και μπαίνει μέσα με βαρυά πατήματα άνθρωπος ψήλος και δασύς, ηλικίας πενήντα χρονών και παραπάνω, με φορέματα ξενιτεμένου, κι' από τη θύρα πώμενε πίσω του μισογυρισμένη μπήκε και το φως της ημέρας, που άρχισε να ξανοίγη, κι' ακούστηκε το λάλημα του κυπριού «τριγκ... τριγκ... τριγκκκκ».
Χτυπάει η ακίνητη καρδιά, και το βουβό το στόμα Παίρνει αλαφρόν ανασασμό κι' αρχίζει και 'μιλάει: — Πόσο βαρηά εκειμώμουνα!... πού ήμουν και πού να είμαι; Δεν είσαι συ η Πεντάμορφη με τα σαράντα αδέρφια; Δεν είν' αυτό το κάστρο σου; δεν είν' αυτός ο κάμπος Που μια φορά επελάγωσα με βασιληάδων αίμα; Πού ήμουν όντας πλάγιασα, και τώρα πού ξυπνάω;
Μα, μβήκε μέσα κι' ο φονιάς κ' έγιναν σαράντα ένα. Θωρείς τον έχω μαγεμένο, κ' είμ' άξια να τον φέρω μέσ' στο κόσκινό μου κι' από την άκρηα του κόσμου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν