Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Με το ζερβό χέρι βάσταε τα χαλινάρια τ' αλόγου και με το δεξιό την μακρυά λάντζα, είδος κονταριού με σιδερένιο στόκοτην κορφή και με μικρό κόκκινο φλάμπουρο με τον αητό το δικέφαλο μέσ' τη μέση. Τ' άλογό του ήτον μαύρο και κατά το μέτωπο μοναχά λίγο μπάλλιο, ντυμένο κι' αυτό με χρυσάργυρη σέλλα και με φαντά φάλαρα.

«Στο έμπα μου, έτρεξε πρώτος-πρώτος ο γέρικος σκύλλος του σπιτιού μου, ο Κοράκης, και ρίχτηκε, με τα μπροστινά του τα ποδάρια, απάνω στη σέλλα τ' αλόγου μου και με κάτι κουνήματα του κεφαλιού του, και με κάτι φωνές, που έβγαζε από το στόμα του, ήθελε ν' αποδείξη τη μεγάλη χαρά του, για τον ερχομό του ξενιτεμένου αφεντός του.

Πάει να κομματιάζετε ένα τόσο ευγενικό ζώο σα σφαχτό γουρούνι; Έτσι λοιπόν το συνηθάτε σ' αυτόν τον τόπο; — Ωραίο αδέρφι, απάντησε ο αρχικυνηγός· τι κάνω που σας φαίνεται παράξενο; Ναι, κόβω πρώτα το κεφάλι τον ελαφιού, έπειτα θα κόψω το σώμα του τέσσερα κομμάτια και θα τα πάμε, κρεμασμένα από τη σέλλα μας, στο Βασιλιά Μάρκο τον κύριό μας.

Ο Τριστάνος κράτησε αυτά τα λόγια και χάρηκε. Αλλά ο Αντρέ ο προδότης άρχισε κι' όλα ν' ανησυχή. Ξανάβαλε τη Βασίλισσα στη σέλλα, κι' η πομπή απεμακρύνθη. Λοιπόν ακούστε μια κακή περιπέτεια, Άρχοντες.

Ο υπουργός με αγαπά προ πολλού και συχνά με παρεκίνησε να καταγίνω σε κάτι και τυχαίνει ώρα όπου έχω πράγματι μια τέτοια διάθεση. Έπειτα, όταν το ξανασυλλογίζωμαι και θυμούμαι τον μύθο του αλόγου που μην υποφέροντας την ελευθερία του άφησε να του βάλουν σέλλα και γκέμια και το ψόφησαν στην καβάλλαδεν ξέρω τι να κάνω.

Εκείνη τη στιγμή, που ο Κοράκης είχε ριγμένα τα ποδάρια ψηλά στη σέλλα, και παραπονιώνταν μέσα του, γιατί να μη του έχη χαρίσει κι' αυτουνού ο Θεός λόγο, για να καλωσορίση τον αφέντη του ανθρωπινά, ο γάτος του σπιτιού, ο Λειάρος, πήδησε πίσω από τη στέγη κι' έγεινε καπνός!

Παρακαλώ, μην ανησυχείτε, δεν είνε τίποτα, κύριε καθηγητά· είπε ο Αριστόδημος. Άλλως τε, σας βεβαιώνω, το φταίξιμο δεν είνε δικό σας. Μόνος μου εχτύπησα στη σέλλα. Να έτσι... Και για να τον πείση κουτούλησε πάλε τη σέλλα δυο και τρεις φορές δυνατά. Οι σοφοί δεν πίστεψαν τους ισχυρισμούς του, εγέλασαν όμως πολύ με την ευγένειά του.

Αλλά ο Τριστάνος είχε φύγει. Ηύρε τον ιπποκόμο του και μ' ένα ελαφρό πήδημα βρέθηκε στη σέλλα. «Τρελλέ, είπε ο Γκορνεβάλης. Γρήγορα ας φύγουμε απ' αυτόν το δρόμο». Έφθασε τέλος στο ερημητήριο όπου ηύραν να τους περιμένουν τον ερημίτη που παρακαλούσε και την Ιζόλδη που έκλαιγε. Ο Μάρκος ξύπνησε τον εφημέριο και γραμματέα του και τούδωσε το γράμμα.

Πάτησε ο Γκενεβέζος πρώτος και γοργά κάθισε στη σέλλα. Μα δεν έγινε το ίδιο και με τον Περαχώρα· χοντρός κι αδέξιος ο καθηγητής μόλις ανέβηκε στο γόνα του Αριστόδημου έγειρε να πέση. Από το φόβο του όμως άπλωσε τα χέρια όπου τύχη κι αρπάχτηκε απ' τα μαλλιά του αρχαιολόγου. Εκείνος τον αγκάλιασε σφιχτά, τον σήκωσε ψηλά και τον απίθωσε στη σέλλα.

Την άλλη 'μέρα, ημέρα του δοξασμένου εκείνου πολέμου, ενώ οι Αρβανίτες με τον Καρυοφίλμπεη νικημένοι κυνηγιώνταν από τους Έλληνες, ο Καραϊσκάκης ακράτητος, φοβερός, τραντάζοντας με της φωνές του της ράχες γύρω, καθώς προχωρούσε με τ' άλογο, κάνει έτσι και βλέπει κρυμμένον άνθρωπο μέσα σε μια πατουλιά. Νόμισε πώς ήταν Τούρκος κι' αμέσως τραβάει από τη σέλλα τη μια πιστιόλα, έτοιμος να ρίξη.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν