United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάει να πη φαντάστηκε τον Έρωτα σκλάβο, μέσα στα σίδερα. Ναγωνίζεται, πάει να πη, να ξεφύγη απ' τη σκλαβιά του. Σαν εφιάλτης ήτανε εκείνο το α ν τ ά ν τ ε. Μα τον άγιο Θεό. Κ' ύστερα που σπάει τα σίδερα, εκείνο το α λ έ γ κ ρ ο το περίφημο ... ΦΛΕΡΗΣΌμως δεν πρόφτασε να τακούση ο ίδιος. Τώφερε η τέχνη του. Η ζωή δεν τώφερε. Ίσως δε θα το φέρη ποτέ στον κόσμο. Ποιος ξέρει, γιατρέ, καμμιάν ημέρα.

Ο ντον Πρέντου είχε κιόλας απομακρυνθεί όταν ο Έφις τον πρόφτασε στη μεγάλη στράτα προσφέροντάς του με τα δυο του χέρια ένα καλάθι γεμάτο φρούτα και λαχανικά. «Ντον Πρέντου, στείλτε αυτό με την υπηρέτριά σας στις κυράδες μου. Εγώ δεν μπορώ να εγκαταλείψω το κτηματάκι…. και ο ντον Τζατσίντο δεν έρχεται…»

Ο Λέντζος σταμάτησε το μουλάρι κι' έβγαλε ένα τσιγάρο, κ' ενώ άπλωνε να το δώση του Φετάνη, αυτός αντί να πάρη το τσιγάρο, του δίνει μια βαθειά μαχαιριά στα πλευρά! — Άπιστο σκυλλί, μ' έφαγες! Πρόφτασε μόνο να ειπή ο Λέντζος κι' έπεσε καταγής νεκρός.

Θαμπωμένο από την αίγλη των έργων των προγόνων του που αναφέραμε, δεν πρόφτασε να εξετάσει και να ξεκαθαρίσει τα πράματα, δεν κατάφερε να καλοστοχαστεί και είπε: «Η γ λ ώ σ α τ ω ν π ρ ο γ ό ν ω ν, αυτή ήταν έξοχη, αφού σ' αυτήν εγράφτηκαν τα έξοχα τα έργα, που ο κόσμος αντιλαλεί εξαιτίας τους και που και μάς ακόμη μάς περιχύνουν με τέτοια φεγγοβολήΕίπε και θαύμασε!

Μα, προτού τα λαγωνικά το ξεπετάξουν από τον κρυψώνα του, ο κύριός τους θα λάβη τέτοια πληγή που κανείς γιατρός δε θα μπορέση να την γιατρέψη. Όταν ο Ντενοαλέν έφτασε κοντά, ο Τριστάνος πέταξε χάμω την κάπα του, ώρμησε, κι' ωρθώθηκε μπρος στον εχτρό του. Ο προδότης θέλει να φύγη. Δεν πρόφτασε να φωνάξη: «Μ' έφαγες!», κ' έπεσε από τάλογο.

Οι πέπλοι των ακινητούσαν στον αέρα. Η ψυχή των δεν πρόφτασε να γευτή το φαρμάκι που λέμε ωραίο. Τότε, εσύ που είχες στα χείλη σου τη νικοτίνη τόσων αντρών, τη γεύσι τόσων σπασμένων ποτηριώνεσύ που τα ήξερες όλα και το κακό δεν μπορούσε νάνε μπροστά σου παρά μια παληά ιστορία που φέρνει νύστατότε

Τρεις ημέρες αργότερα, καθώς ο Τριστάνος είχε πολλή ώρα ακολουθήσει ταχνάρια πληγωμένου ελαφιού, τον πρόφτασε η νύχτα μέσα στο σκοτεινό δάσος, κάθησε χάμου και σκέφτηκε. «Όχι, δεν είναι από φόβο που δε μας χτύπησε ο Βασιληάς. Πήρε το σπαθί μου, κοιμώμουνα, ήμουν στη διάκρισί του, μπορούσε να με χτυπήση.

Μετά τρεις μέρες ήτο τέτοια η κατάστασή του, που ο γιατρός είπε ότι δεν είχε πεια καμμιά ελπίδα. Μόνο για παρηγοριά αφήκε μερικές παραγγελίες κέφυγε γιατί τον ζητούσαν βιαστικά σένα μακρυνό χωριό. Κοντά το μεσημέρι έπαθε ο άρρωστος ένα τέτοιο παροξυσμό της αρρώστειάς του, που σε λίγη ώρα τελείωσε. Πρόφτασε όμως την τελευταία τον στιγμή να πη μια βλαστήμια.

Δεν ήθελα να με ιδούν, καϋμένε· το ξέρω πως δεν είνε κακοί· μα τους φοβούμαι. Πού μπορώ, η φτωχή, να ζήσω κάτω από τα ματογυάλια τους!.. Δεν πρόφτασε να τελειώση τη φράση της κ' έβγαλε ένα «α!» τρομασμένο. Σύνωρα βούλιαζε πίσω από τη μάντρα το κεφαλάκι μ' ένα γέλοιο σκαστό και συγκρατητό, σαν φτεροκόπημα μικρού πουλιού.

Τα μάτια του ήτανε ορθάνοιχτα, τα δάκτυλα στρημμένα σαν γάντζοι· ζητούσε να πάρη μια αναπνοή με βία· το στήθος του έβραζε, το στόμα του ανοιγόκλεινε, τα χείλια του πιπίλιζαν τον αέρα τρεμουλιαστά. — Παπά, πρόφτασε, είπε μια γερόντισσα, ξεψυχάει. Ο Παπα-Παρθένης, σαστισμένος, χωρίς να ξέρη κι' ο ίδιος τι κάνει, εζύγωσε το κουταλάκι, το άδειασε στα διψασμένα χείλια, που βύζαιναν τον αέρα.