Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Και άλλα, κοπάδι ολόκληρο, εγονάτιζαν κ' εγλυστρούσαν φίδια κάτω από την καρίνα και για μιας επηδούσαν ολόρθα, να τ' αναποδογυρίσουν πασχίζοντας. Κ' εκείνο έγερνε αποδώ, εδιπλάρωνεν αποκεί, εβούτα με την πρύμη στα τάρταρα, εσηκωνόταν με την πλώρη μεσουρανίς, εδερνόταν κ' εβογγούσε κ' εστέναζε αργά και πονετικά, σαν αισθαντικό πράγμα μέσα σ' αυτά τα τέρατα. Ήρθε στιγμή που το εσυμπόνεσα.

Ποια κακή τρέλλα σ’ έπιασε και ποιος από τους αθανάτους σε τέτοια δεινά σ’ έσπρωξε, που δεν υπάρχουν ποιο μεγάλα; Αλλοίμονό σου, δύστυχε, να σ’ αντικρύσω δεν μπορώ, αν και πολλά να σε ρωτήσω θέλω, πολλά απ’ το στόμα σου να μάθω τέτοια είν’ η φρίκη που γεννάς. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο, αλλοίμονο, ο δυστυχισμένος! Σε ποια μεριά της γης με παν, σε ποιο βυθόν ορμητικά κυλά η φωνή μου! Αλλοίμονο!

Κι' αν θέλης να ξέρης πλιότερα για την γεννιά και για το σόι μας, μάθε το, ότι κρατιούμαστε από τους παλιούς Ηπειρώτες, μέσ' από κείνους πώσυρε μια βολά ο βασιλιάς Πύρρος μαζί του και σας επάτησε όλον τον τόπο, όπως εμείς τες προάλλες, όπου σας πήραμαν αληθινά σαν κοπάδι από τραγιά μπροστά και σας εσαλαγήσαμαν ως τα σπίτια σας, χωρίς να σας δούμε ολότελα τη μορφή, παρά μοναχά τες πλάτες σας εκτός απ' εκείνους που πιάκαμαν από σας σκλάβους.

Όσο για τις εικόνες που στόλιζαν τους ναούς του Κωσταντίνου, πρέπει να παρατηρηθή πως δεν παράσταιναν τόσο τους Άγιους και το Χριστό όσο πρόσωπα και πράματα παρμένα από την Παλιά Διαθήκη, δηλαδή με σκοπό να στολιστή ο ναός, κι όχι για προσκύνημα π. χ. του Αδάμ και της Εύας η ιστορία, ο Δανιήλος στο λάκκο με τα λιοντάρια κτλ. Βλέπουμε λοιπόν ως την ώρα αρχαϊκές συνήθειες στην τέχνη.

« Φεύγει ο Μουχτάρης σου! . . » Φεύγει, Φροσύνη! . . » Και 'σένα μόναχη, » Έρμη σ' αφίνει.» « Κλάψε! Φροσύνη μου. » Την μοναξιά σου! » Φροσύνη! Σ' έφαγε » Η ωμορφιά σου!..» Απ' το τραγούδι 'γνώρισα Πως ήταν η Φροσύνη, Η Βασιλική τ' Αλή-Πασσά, Κ' η Δέσπω του Λιακάτα. · Κ' εκείναις π' ακολούθαγαν Την ίδια τους τη στράτα, Με το τραγούδι. Αι Δεκαφτά Που πνίξαμε με 'κείνη.

Οι συγγενείς δε νοιάζονταν για εκείνες, αντίθετα, τις υποτιμούσαν και τις απέφευγαν. Δεν τα κατάφερναν παρά μόνο στις δουλειές του σπιτιού και ούτε που γνώριζαν το κτηματάκι, τελευταίο απομεινάρι της περιουσίας τους. «Θα μείνω άλλον ένα χρόνο στην υπηρεσία τους», είχε πει ο Έφις, παρακινούμενος από συμπόνια για την εγκατάλειψή τους από όλους. Και έμεινε είκοσι χρόνια.

Την διέκοψε δε η είσοδος του Μανώλη, ο οποίος είχε το χρωματιστό μαντήλι εις τον ώμον και κλωνίσκον βασιλικού εις ταυτί. Αλλ' άμα είδε τον πατέρα του, έσπευσε ν' αφαιρέση από ταυτί του τον βασιλικόν, εσοβαρεύθη και εκάθησεν εις ημιφωτισμένον μέρος, κατά την παλαιάν του συνήθειαν. — Πού 'γύριζες, μωρέ, τέτοια ώρα; του είπεν ο Σαϊτονικολής.

Υπάρχει όμως και μια γνώμη πως η στάση αυτή είχε αφορμή το τυράννισμα τω χωριανών από τους μεγαλοπολίτες, και με το να είταν οι άνθρωποι της εξοχής Εθνικοί, κ' οι πιώτεροι άλλοι χριστιανοί, πήρε θρησκευτική χρωματιά εκείνο το κίνημα. Τσικουριά ακόμα δυνατώτερη κατάφερε ο Ιουστινιανός στην Αθήνα με νόμο που απαγόρευε να διδάσκεται η φιλοσοφία.

Δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Το χώμα του ήτανε ξερό, το χρώμα του μονότονο κάτω απ' το φως του δειλινού. — Ας πάω εγώ! είπα μέσα μου. Κάτι θα ξέρη ο δυστυχισμένος αυτός παραλυτικός. Οι δυστυχισμένοι ξέρουν πάντα περισσότερα απ' όλους εμάς τους άλλους. Άφησα το ζητιάνο και τον κόσμο, που περνούσε ατέλειωτος στη μεγάλη στράτα, κ' έσχισα βιαστικά τον κάμπο.

ΠΡΟΣΠ. Το στοχάζεσαι, πνεύμα; ΑΡΙΕΛ. Η δική μου βέβαια, κύριε, αν ήμουν άνθρωπος. ΠΡΟΣΠ. Και η δική μου πρέπει. Γροικάς εσύ, που δεν είσαι παρά αγέρι, ένα άγγιγμα, μια αίσθηση από τες θλίψες τους, κ' εγώ, ένας από το είδος τους, που αισθάνομαι το κάθε πάθος σφιχτά σαν αυτοί, δεν πρέπει νάχω τρυφερώτερα από σε σπλάχνα.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν