United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα περιστέρια κατέβαιναν άσπρα σαν το χιόνι, ήμερα-ήμερα, κ' ετσιμπούσαν το σταρόσπυρο από τα χέρια των κοριτσιών. Τι χέρια, Παναγιά μου. Πιο άσπρα κι' από τα περιστέρια. Δεν ήξερες ποιο έτρωγε και ποιο τάιζε. Κ' έλεγα κ' εγώ ο χαημένος: νάμουνα περιστέρι να δίπλωνα τα φτερά μου απάνω στις πλάτες καμμιάς Βενετσάνας, να μείνω όλη μου τη ζωή εκεί απάνω!

Μη φοβάσαι, κοπέλλα μου, μη φοβάσαι, την καθησύχασε κείνος· έχω δυο μάτια εγώ, δυο μάτια που βλέπω· ένα για τα ψηλά κ' ένα για τα χαμλά... μη φοβάσαι. — Δυο μάτια είχε κι ο αδερφός σου. — Μα δεν είχε μαζί του το φυλαχτό. — Ποιο φυλαχτό; — Εσένα, ψυχούλα μου... Έφτασε ως τόσο κ' η μέρα του γάμου. Από την προπαραμονή άρχισαν νάρχωνται πλήθος τα δώρα.

Δυστυχώς θα έπρεπε για το παιγνίδι αυτό μια συντροφιά από οκτώ πρόσωπα, και . . . — Αι καλά, αλλ' ημείς ήμεθα οκτώ, εφώναξεν ο βασιλεύς, υπερήφανος διά την λεπτήν οξυδέρκειάν του, διότι ανεκάλυψε την σύμπτωσιν αυτήν. Ήμεθα οκτώ, ακριβώςεγώ και οι επτά υπουργοί μου. Εμπρός. Ποιο είναι το παιγνίδι αυτό;

ΑΡΙΕΛ. Σε παρακαλώ να θυμηθής ότι χρήσιμα σ' έχω δουλέψει· δεν σου 'πα ψέμματα, λάθη δεν έκαμα, υπηρέτησα άχολα και απαραπόνευτα· μώταξες να μου κόψης ολάκαιρον ένα χρόνο. ΠΡΟΣΠ. Λησμόνησες από ποίο μαρτύριο εγώ σ' ελευθέρωσα; ΑΡΙΕΛ. Όχι.

Αλλ' ο Καπετάνιος ιδών συλλογισμένον τον φίλον του οινοπώλην ηρώτησε την αιτίαν, και του είπεν αμέσως: — Μη φοβάσαι, κυρ-Μιχάλη. Ο Καπετάνιος είνε εδώ! . . . Και επλήρωσε το επισπρόσθετον ενοίκιον. — Ο καϋμένος ο Καπετάνιος! Καλή του ώρα! Ανεστέναξε ο κυρ-Μιχάλης αποπερατώσας πλέον πάσαν εργασίαν. Σε ποιο κλαρί τάχα να πασχάση! . . . Επλησίαζεν η ώρα της Αναστάσεως.

ΧΡΕΜΗΣ Για ιδές εκεί χιτώνιο που τώχει! μα τούτο είνε γυναικός. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Το πήρ’ αντί της χλαίνης στο σκότος. Συ πούθ' έρχεσαι και τάχα πού πηγαίνεις; ΧΡΕΜΗΣ Απ' τη Βουλή. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Πώς; Τέλειωσε; ΧΡΕΜΗΣ Κ' είνε πρωί ακόμα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Τριώβολο επήρες; ΧΡΕΜΗΣ Θα σου το πω, μα ντρέπομαι• ποιος δεν το θέλει τάχα; αλλ' άργησα και μου μείναν η τσέπες μου μονάχα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και ποιο ήταν το αίτιο;

Ταμάξια παρατρέχανε το ένα το άλλο, ποιο να φθάση γληγορώτερα σε κάποιο φανταστικό πανηγύρι, οι καβαλλάρηδες σχίζανε περήφανοι, με το ρυθμικό τους πέρασμα, το πλήθος και πού και πού καμμιά διαβολική μηχανή, με βαθειά βογγητά ξεπερνούσε με βάναυση ορμή πεζούς και καβαλλάρηδες, σαν ακέφαλο θηρίο, που καμάρωνε την ασχημιά του.

Λίγο ύστερ' από το δράμα, το παιδί του ναύτη έγεινε άφαντο. Κάποιος το είχε πάρη στην ξενητιά, όπου, ύστερ' από χρόνια, μια μέρα εγύρισε στον τόπο του παππάς! Με ποιο τρόπο και με τι μέσα το εκατώρθωσε αυτό, κανείς δεν ήξερε· η ουσία είνε πως ήταν παππάς και τι παππάς; παχύς, όμορφος, ομιλητικός, αστείος, όλα του έδειχναν ένα λαμπρό ιερομόναχο· ως και καλόφωνος ήταν.

Αχ! ας ήμουνα πουλάκι, Δεληγιάννη, να πετάξω Με εσέ στο Βερολίνον, και κρυφά να σε κυττάξω Πώς θα μπης στου συνεδρίου την απέραντη την σάλα, Πώς θα χαιρετήσης τόσα υποκείμενα μεγάλα, Πόσας ρεβεράνς θα κάμης, και με ποίο σοβαρό Θα καθίσης στου Σουβάλωφ και του Βίσμαρκ το πλευρό.

Ω φίλε, ποιο είναι το κρυφό, το ωραίο κρυφό που φέρνει καρδιά προς την καρδιά, και τη δική σου ολόβαθα σ' εμέ τη νιώθω γέρνει όσο ποτέ καμιά; Πως δε διψά κάθε ψυχή μια τέτοια αγάπη, αλήθεια δε λέει όποιος το πει· μη κιόλα είν' άλλο τι η ζωή παρότι ζη στα στήθια κι ό τι πεθαίνει εκεί;