Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ωιμένα, τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη; ΙΣΜΗΝΗ Σε ποιο θε να τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο; ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΙ ΙΣΜΗΝΗ Ω μνήμα, στου πατέρα σας το πλάι ετοιμασμένο!
Αυτουνού δηλαδή του δρόμου ποιο μονοπάτι να πιάσουμε; Εκείνο που δεν παραδέχεται τίποτις αληθινό, μόνε όσα βεβαιώνουνται κι από άλλους, ή εκείνο που πηγαίνει με την αρχή πως όλα τα σκάνταλα της Απόκρυφης Ιστορίας είναι υπερβολές, λεγμένες από πάθος, έχουν όμως, καθώς οι πιώτερες τέτοιες καταλαλιές, και κάποια ουσία μέσα τους, αρκετή για να τα χάψη ο κόσμος σα να είταν αλήθειες όλα; Νομίζω πως το πιο φυσικό και το πιο λογικό είναι να πάρουμε το δεύτερο αυτό μονοπάτι.
Τόσο τα είχε σμιχτά στην αγάπη του που δεν ήξευρε καλά — καλά ποιο ήταν το παιδί και ποιο το ξύλο του. Τόρα όμως ξένοιαστος ερροχάλιζε στο κρεβάτι του ο καπετάν Βαλμάς. Είχε μαζί και τα δύο. Το παιδί εκαθόταν στοιχειό στο τιμόνι· το τρεχαντήρι έφευγε γοργό στα κύματα. Δεν τον τρομάζει τον βοριά, δεν το ψηφά το κύμα. Αλλά κ' εκείνα δεν το ψηφούν το καρυδόφλουδο.
ΧΟΡΟΣ Ναι° τον εγνώρισα καλά, δεν σου τ’ αρνούμαι° σκλάβος απ’ τους πιστότερους του άνακτος ήτον. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εσένα τον Κορίνθιον ρωτώ: είνε τούτος αυτός που λέγεις; ΑΓΓΕΛΟΣ Ολόκληρος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Γέροντα, εμένα κύταζε και ν’ απαντήσης σ’ ό, τι ρωτώ. Του βασιλέως ήσουνα δούλος; ΘΕΡΑΠΩΝ Ήμουνα και γεννήθηκα στ’ αρχοντικό του. Δεν μ’ αγοράσαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιο έργον είχες; Τι έκαμνες στο σπιτικό του;
Να κ' η Κλεισούρα η 'ξακουστή 'ς τα πόδια μου προστά μου Βλέπω απ' απάνω, απ' την κορφή, τον τρίσβαθο βυθό της, Κι' ανατριχιάζω ολάκερος, λυγώνεται η καρδιά μου. Παρέκει ένα 'ρημόκλησο φαίνεται 'ς το πλευρό της, Θαμμένο μέσ' τα χώματα και καταχαλασμένο. Ποιος ξέρει ποιος το χάλασε, ποιο χέρι αφωρισμένο!
Αντίκρυ του η μουριά με τα κλαδιά ολόρθα κι άτρεμα τα φύλλα της, έμοιαζε σβυσμένο μανουάλι απάνω στον τάφο των πάππων του. Πέρα κι απόπερα μαυρειδερά απλώνονταν τα χτήματα με τους φράχτες, με τις φυτιές, με τα σπίτια και τα μαντριά τους. Όλα μαυρειδερά σαν ν' άπλωσε καλόβουλη κυρά η νύχτα τον πέπλο της για να κρύψη το μυστικό της Πλάσης. Ποιο μυστικό ; θα πης. Τ' άγιο και τ' ολοφάνερο.
Μα σεις που μιλείτε για τόσα γενικά εθνικά ζητήματα, δε στοχαστήκατε πως ίσως σας διαβάσουν και μερικοί απ' αυτούς, και βλέποντας πως μικραίνετε όσο μπορείτε τα σύνορα του έθνους και πως μιλείτε για μια μικρούτσικη Ελλάδα, και πως μιλείτε σα νάταν τελειωμένη η Ελλάδα και να μην είχε να σκεφτεί πια για τίποτε άλλο, παρά για τους προλεταρίους της ― δε στοχαστήκατε, λέω, πως ίσως τολμήσουν και σας ρωτήσουν; «Ε και μας τι μας έκαμες, τους άλλους; Σε ποιο κράτος θα είμαστε προλετάριοι ή διοικούσα τάξη; Πού μας βάζεις; Ποιος σου είπε πως θ' αφήσουμε την Ελλάδα ήσυχη, εμείς, να γίνεται, Βέλγιο της Ανατολής; Μεις τη χρειαζόμαστε γι' άλλα, για τη ζωή μας που κιντυνεύει από εχτρούς που δεν τους βλέπεις επειδή βρίσκουνται έξω από τα σύνορα του κράτους.
— Λοιπόν έφερες το κλειδί; τω είπε μυστηριωδώς. — Ποιο κλειδί; ηρώτησε μετ' άκρας φυσικότητος ο Σκούντας. — Το κλειδί που του παρήγγειλα να μου φτειάση, απήντησεν η Βεάτη. Ο Σκούντας εκαμώθη ότι ανακαλεί τας αναμνήσεις του, και είπεν· — Α! τώρα ενθυμούμαι. Μου είπεν ο Τρανταχτής για ένα κλειδί. — Και δεν σου τώδωσεν; ηρώτησεν αποθσρρυνθείσα η Βεάτη.
Δεν ήταν εύκολο να πάνε στη Γαϋέννα· ξέρανε καλά προς ποιο μέρος έπρεπε να βαδίσουν· αλλά παντού βουνά, ποτάμια, γκρεμοί, ληστές, άγριοι· υπήρχαν παντού τρομερά εμπόδια.
Είπε, και πρόθυμ' έφερε κ' έστησ' ευθύς εκείνη 100 λαμπρήν καθήκλα, και προβειά της έστρωσεν επάνω· εκάθισε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη· «Ω ξένε, το εξής εγώ θα σ' ερωτήσω πρώτη· ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; που η πόλις και οι γονείς σου;» 105
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν